Βράδυ Δευτέρας με το αυτοκίνητο στην Κηφισίας. Κατευθύνομαι κατά μήκος της Βασιλίσσης Σοφίας με προορισμό το Παγκράτι.

Κοιτάζω το ρολόι ενώ παράλληλα προσπαθώ με το ένα χέρι να αλλάξω το σταθμό στο ραδιόφωνο. Οι δείκτες δηλώνουν αυτό που τα τελευταία δέκα λεπτά προσπαθώ να αποφύγω.

Να σκεφτώ ότι πιθανώς και να καθυστερήσω στην παρουσίαση ενός βιβλίου που, όπως είπε στη συνέχεια και η συγγραφέας του, η Σώτη Τριανταφύλλου, ήταν “μια προσπάθεια να βρεθεί η φωνή του ανθρώπου μέσα στο πλήθος πίσω από το οποίο πολλές φορές έχει την τάση να κρύβεται”.

Λίγο μετά τις 7.30 και βρίσκομαι αισίως έξω από την πόρτα του βιβλιοπωλείου “Πλειάδες”, όπου έχει ήδη ξεκινήσει η παρουσίαση.

Ανοίγω την πόρτα και με τυλίγει ένα ζεστό και φιλόξενο πέπλο μυρωδιάς βιβλίων και φρεσκοτυπωμένων σελίδων που αναζητούν κάποιον να τις διαβάσει. Καρέκλες στην απόχρωση του κόκκινου, όπως ακριβώς και το εξώφυλλο του βιβλίου “Σπάνιες Γαίες” με ήρωα τον Πραβιέν που γεννήθηκε και ζει στο Μούρμανσκ της πρώην Σοβιετικής Ένωσης.

Ο κόσμος που έχει συγκεντρωθεί στο χώρο, παρακολουθεί με ενδιαφέρον και κάποιοι ίσως και με μια δόση περιέργειας αναμεμειγμένη με το αίσθημα του ενθουσιασμού και της δυσπιστίας απέναντι σε κάποια από τα θέματα που θίγονται στο εν λόγω βιβλίο.

Το ρολόι του τοίχου δείχνει ήδη 8.10 κι όμως κανείς δεν φαίνεται να έχει διάθεση να λάβει τέλος αυτή η ξεχωριστή βραδιά.

Ο Πραβιέν ενσαρκώνει “την αποπροσωποποίηση του ανθρώπου που έχει χάσει την ταυτότητά του μέσα στο πλήθος και έτσι επιλέγει να ντυθεί κλόουν και να περιφέρεται έτσι στους δρόμους της πόλης”, αναφέρει η Σώτη Τριανταφύλλου και συνεχίζει λέγοντας:

Η μεταμφίεση εδώ γίνεται ένα σύμβολο της ενοχής και της κραυγής σε μια προσπάθεια να επιβιώσει μέσα σε ένα καθεστώς που ευνοεί τέτοιου είδους μεταμφιέσεις, όπως συμβαίνει πάντοτε όταν η δημοκρατία λιγοστεύει.

Παρ’όλο που δεν πρόκειται για ένα βιβλίο που ανήκει στη λεγόμενη “μαχητική αρθρογραφία”, ωστόσο εκφράζονται με αποφασιστικότητα και μια ισχυρή δόση δυναμισμού τα μεγάλα ανθρώπινα προβλήματα και διλήμματα που αφορούσαν ανέκαθεν τους ανθρώπους σε όποιο μέρος της γης και αν βρίσκονται.

Το κυνήγι της ευτυχίας. Το δημοκρατικό ήθος. Το ήθος μας γενικότερα. Τι ηγέτες αναδεικνύονται και ποιοι θεσμοί ενισχύονται. Η ανθρώπινη ελευθερία και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια που αξίζει όσο δεν αξίζουν όλα τα πλούτη του κόσμου μαζί.

Η προσπάθεια του ανθρώπου να φτιάξει τη ζωή του καλύτερη. Πιο απλή. Πιο ανέφελη. Πιο ουσιαστική. Πιο ανθρώπινη.

Ο καθένας μας κρύβει μέσα στην ψυχή του τους δικούς του φόβους, τις δικές του αγωνίες, τα δικά του όνειρα.

“Μην κρίνεις τη διαδρομή μου αν δεν έχεις μπει στα παπούτσια μου και δεν έχεις περάσει αυτά που πέρασα”, θυμάμαι ότι είχα διαβάσει κάπου.

Και έτσι είναι.

“Είναι πολύ εύκολο να βγάζει κανείς συμπεράσματα για τη ζωή των άλλων”, λέει κάποια στιγμή η συγγραφέας απαντώντας σε κάποια ερώτηση ενός αναγνώστη από το κοινό.

Ας μπαίνουμε για λίγο στη θέση των άλλων. Αν συνέβαινε αυτό, ο κόσμος μας θα ήταν ομορφότερος. Το να μπαίνει κανείς στη θέση του άλλου, είναι το κλειδί ερμηνείας αρκετών φαινομένων που μας απομακρύνουν και οξύνουν τις μεταξύ μας διαφωνίες.

Ξεκινώντας από αυτό, κάπως, κάπου, κάποτε, δεν θα χρειάζεται ίσως να ντυνόμαστε καμιά μάσκα, καμιά μεταμφίεση, κανένα προσωπείο για να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και πίσω από τους άλλους.

Κανένα “γέλα παλιάτσο” δεν θα έχει θέση στη ζωή μας.

…γιατί πολύ απλά όλα θα είναι αληθινά και εμείς θα έχουμε ακολουθήσει το δρόμο της καρδιάς για όσα ο καθένας μας ονειρεύεται.

Και αυτό είναι που αξίζει πραγματικά…

Στη ζωή μου μπορώ να πω πως έχω διασχίσει μεγάλους, πολύ μεγάλους δρόμους αλλά δε βρίσκομαι πουθενά. Η ερώτηση του ευεργέτη μου αποκτάει τώρα νόημα.

Έχει αυτό το μονοπάτι καρδιά; Αν έχει, το μονοπάτι είναι καλό. Αν όχι είναι άχρηστο…

(Κάρλος Καστανέντα)