Βάλε ξύπνημα στις 7.30 να ετοιμάσω τις κόρες για τα σχολεία, βάλε 8 ώρες στο γραφείο και μια να φτάσω σ αυτό, βάλε που ξενύχτησα και το προηγούμενο βράδυ, ήρθε η Παρασκευή και ήμουν σα ζόμπι από το Walking Deads, που ούτε να μιλήσω, ούτε να βαδίσω, μόνο να βρυχώμαι γυρεύοντας κάτι μπορούσα. Έλα, όμως που το απόγευμα, είχα αναλάβει να πάω την μια κόρη -και τις φίλες της- καθώς και την ανιψιά μου –και τις φίλες της- στη συναυλία θετικής ενέργειας της Amita Motion, στο Ολυμπιακό Στάδιο.

Και έλα κόψε το στα πόδια εσύ, μεσόκοπη φίλη μου, από τις κάτω πόρτες της Σπύρου Λούη στο Ολυμπιακό, μέχρι επάνω στον Σταθμό της Ειρήνης, 5 η ώρα το απόγευμα με τον ήλιο να σου κόβει σφαλιάρες, γιατί ήπιες κιόλας, η άσωτη, χτες! Και μισή ντουζίνα κοριτσάκια, με όλες τις χάρες τους σε ανθοφορία, να περπατάνε τρέχοντας, γελώντας, μιλώντας, τσιρίζοντας γιατί θα δούνε τον Μαρτάκη και κυρίως τους  Boys+Noise, να με εχουνε προσπεράσει, να έχουν φτάσει επάνω στον χώρο της συναυλίας και εγώ σαν μαούνα στο τελευταίο ταξίδι πριν τα παλιοσίδερα, να ασθμαίνω, ακόμα, κάτω στην είσοδο, μπας και τις προφτάσω!

Κάτι άγιοι άνθρωποι, τεχνικοί από κανάλι που έχω συνεργαστεί με λυπούνται και προσφέρονται να με ανεβάσουν με το βανάκι ζωντανών μεταδόσεων. Δίνω την ευχή της ηλικιωμένης και οδηγώ τα κοριτσάκια μου, μέσα στο χώρο των VIP που έχει κανονίσει άλλος άγιος άνθρωπος, ο Θέμης Γεωργαντάς –την ευχή μου και εσύ γιε μου!- να βρεθώ!

Στην είσοδο πέφτω πάνω στον Λάμπρο Κωσταντάρα, ο οποίος με βλέπει και σταυροκοπιέται, διότι πιο πιθανόν θα ‘ταν να με συναντήσει στην Ιχθυόσκαλα να καλάρω καλαμάρια παρά σε συναυλία της Τζοτζεφί και του Μύρωνα Στρατή. Μόλις βλέπει τα κορίτσια γύρω μου, κουνάει συμπονετικά το κεφάλι του, κατανοώντας το πόσο οι μάνες όλες, κουβαλάμε μια Ελένη Ζαφειρίου μέσα μας.

Λίγο πριν πιάσουμε να τραγουδάμε Καζαντζίδη, αγκαλιά και «μάνα μου πήρες το βάρος της ζωής μέσα στα χέρια σου κι ήταν ατέλειωτα της πίκρας τα νυχτέρια σου, μάνα μου», βγήκε ο Θέμης Γεωργαντάς για την έναρξη. Να πω την καλή μου την κουβέντα, πως στο είδος του ο Θέμης ήταν και παραμένει αξεπέραστος και γνωρίζει την ποπ μουσική και όχι μόνο, όσο ελάχιστοι, ενώ είναι πάντα ένα παρουσιαστής ευγενής και φιλικός στο κοινό, με απλότητα και χωρίς αλαζονείες και τουπέ.

Ο χώρος επίσης που βρέθηκα ήταν εξαιρετικά φιλόξενος και περιποιητικοί οι εργαζόμενοι, ενώ ήταν αυστηροί, όπως πρέπει, στους κανόνες ασφάλειας, προσεκτικοί στη συμπεριφορά τους στους ανήλικους και εντυπωσιακά οργανωμένοι σε θέματα υγείας, με ασθενοφόρα και προσωπικό υγείας παντού, τόπους συνάντησης για όλους όσοι είχαν χαθεί, τηλέφωνα ανάγκης. Μπράβο τους και το καλό να λέγεται.

Έξω από τον χώρο που βρισκόμουν, χιλιάδες έφηβοι (και δεκάδες δύστυχες μάνες, σαν έμενα), έφτιαχναν ένα τόσο μεγάλο κοινό, που ήταν νομίζω από τα πλέον εντυπωσιακά πολυπληθή. Να σου και εγώ, καθιστή, με τα πόδια να πρήζονται και τη μέση να με πεθαίνει να ακούω Κωνσταντίνο Αργυρό, Κώστα Μαρτάκη, Μηδενιστή, Ελένη Φουρέιρα, Boys+Noise, Demy και Mελιsses, Γιώργο Σαμπάνη, Μύρωνα Στρατή, Ησαϊα Ματιάμπα, Stan και Stavento.Όταν δε, εμφανιστήκαν οι Boys+Noise, οι μικρές κατά χιλιάδες έκαναν σαν την Λίντα Μπλερ στον Εξορκιστή!

Ούρλιαζαν, χτυπιόντουσαν, ξεκολλούσαν  τα κεφάλια τους, κάνανε καρδούλες με τα χέρια, ενώ οι αγκώνες τους ξεκοίλιαζαν όποιον ήταν κοντά, κουνούσαν γοφούς και μέσες, όπως δεν υποψιαζόμουν ποτέ ότι είναι ανατομικά δυνατόν και πιάνανε υπέρηχους ουρλιαχτών που η επιστήμη δεν έχει ανακαλύψει ακόμη για όπλα εξολόθρευσης πληθυσμών, μέσω ήχου. Βρίσκομαι αναμαλλιασμένη, μελανιασμένη από τις αγκωνιές, σπρωγμένη, παραγκωνισμένη, σχεδόν κακοποιημένη, αγκαλιά, άθελα μας, με μια άλλη μάνα κοριτσιών που μου λέει ψιθυριστά: «μη χειρότερα»!

Οι Boys+Noise είναι για τα κοριτσάκια ότι ο Έλβις για την ανθρωπότητα και αποτελούνται από τρία αγοράκια, αναμαλλιασμένα, με πολύ λακ ώστε να κάνουν φωλίτσες τα περίπλοκα χτενίσματα τους, που κούνιουνται σα να μην έχουν οστικές συνδέσεις, προς μεγάλο προβληματισμό του ελληνικού ορθοπεδικού συλλόγου. Με την ξένη μάνα, που αχώριστες γίναμε, διότι άλλωστε το κεφάλι μου βρίσκονταν στην μασχάλη της από το στριμωξίδι που είχαμε δεχθεί από τις μανιασμένες έφηβες γύρω μας, αναπολούσαμε παλιές νοσταλγικές εποχές: «Ο δικός μας, ο Σάκης Ρουβάς, ήταν καλύτερος!».

Συμφωνήσαμε πως δε πως δεν φτιάχνουν πια και τραγούδια παιδί μου, κλασσικά! Πώς να ξεπεραστεί το «θα σου κάνω μακαρόνια με κιμά για να φας, θα σου κάνω και μασάζ στα πόδια σου αν πονάς. Θα `μαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος επί γης φτάνει μονάχα μια μέρα σπίτι μου να ‘ρθείς». Αθάνατος στίχος, ανθρωπινός, λυρικός!

Το συγκρότημα επί σκηνής θάβεται σε κουκλάκια, αρκουδάκια λούτρινα, σκυλάκια και γατούλες που πετιούνται στην σκηνή με πτήσεις πάνω απ τα κεφάλια μας. Μια καρδούλα – μαξιλαράκι κάνει χαμηλή πτήση και προσγειώνεται στο μάτι μου, με την γωνία να ξύνει τον ανύποπτο και ανέμελο μέχρι εκείνη την ώρα κερατοειδή μου! Κατεβάζοντας σε εσωτερικό μονόλογο κάτι καντήλια για όλους τους ποπ σταρ της οικουμένης, χαλαρώνω λίγο γιατί κάπου εκεί βγήκε ο Μαρτάκης –σηκώσαμε λίγο σβερκάκι με την φίλη μάνα να τον δούμε- και πέταξε αλά Σάκη το πουκάμισο του για να αποκαλύψει γυμνασμένους και καλλίφωνους κοιλιακούς!

Στα αλήθεια τώρα, θυμάμαι πως η πρώτη συναυλία που πήγα, σε ηλικία εφηβική ήταν το Rock Festival στο Καλλιμάρμαρο το 1985. Οι Clash λίγο πριν διαλυθούν, ο νέος, τότε, ήχος των Depeche Mode, οι new wave απίστευτοι Cure, οι Stranglers, οι Talk – Talk, η θεαματική punk πρωθιέρεια Nina Hagen, οι Culture Club με τον κόσμο να πετάει πλαστικά μπουκάλια στον Boy George και εκείνος να μας φωνάζει «stop you malakes» και να μη φεύγει –καλλιτεχνάρα!- απ την σκηνή. Μαγευόμασταν μέσα και έξω, την δεύτερη μέρα, καίγονταν η Αθήνα, επειδή ο Αρκουδέας είχε πει να μπουν μέσα όσοι δεν είχαν εισιτήρια και τα ΜΑΤ τους επιτέθηκαν!

Και ακολούθησα νυχτερινούς μοναχικούς, μουσικούς δρόμους σε συναυλίες των Chuck Berry, Peter Gabriel, Black Sabbath, Nick Cave και Bad Seeds, Pink Floyd, UB40,  Philip Glass, Β.Β. King, Cesaria Evora, Tito Puente, Stevie Wonder και τελευταία μου, την super star Maddona, για το θέαμα, το 2008. Μετά είπα δε θα ξαναπάω. Όποιον καλλιτέχνη ήθελα να αποθεώσω το έκανα. Με την μουσική να ναι ζωή, διαμαρτυρία, υψηλή τέχνη, υπερπαραγωγή, ψυχή ανθρώπων, επικοινωνία, κρυφτό με την τελειότητα, νιότη που αν και στέκεται όρθια, αισθάνεται να πετάει πάνω από βάσανα, αγώνες, απογοητεύσεις, θλίψη, σπίτια και πολιτείες.

Κι όμως! Να ‘μαι εδώ! Ακούγοντας ποπάκια γρήγορης καύσης, με καλλιτέχνες που τους κόβεται η ανάσα στο δεύτερο κουπλέ και που για να ξεσηκώσουν το κοινό τους φωνάζουν όλοι, μα όλοι: «χέρια ψηλά»! Ναι! Και η ποπ έχει φωνάρες και καλλιτέχνες, δε λέω και όλα τα είδη, σε όλες τις χώρες της γης, παρηγορούν και χαϊδεύουν την ψυχή να μη ραγίσει! Μόνο που να, βάρυνα και να χαμογελάσω δε μπορώ… 9 η ώρα θα φύγω, με πόδια βαριά και κάρδια βαρύτερη. Η ανίψια μου με την ολόλαμπρη της νιότη της, μου λέει «είδες θεια, για να καπνίζεις; Πιάστηκε η ανάσα σου ενώ απλά καθόσουν».

«Αχ, η ψυχή μου πιάστηκε, γλύκα  μου», θέλω να της πω, αλλά θα χρειαστεί τουλάχιστον 35 χρόνια να το καταλάβει. Η κόρη μου είναι ευτυχισμένη γιατί ο super star Βαγγελης Κακουριότης, ίνδαλμα της κάθε συνοικίας, της έκανε καρδούλα με τα χέρια! Χαμογελάω ξανά, κατευθυνόμενη προς τον ηλεκτρικό, για άλλη μια φορά στην ζωή μου. Μεσόκοπη, υπέρβαρη, με ευθύνη ανθρώπων, κουρασμένη, αλλά ξαφνικά ανάλαφρη, γιατί έτσι είναι η ζωή…

Σιγομουρμουράω, σε επίκληση φάλτσα, τη δίκια μου μυθολογία και ποιός ξέρει, γιατί, διαλέγω τραγούδι βραχνό:

«Hey, mama, I heard Papa call himself a jack of all trades

Tell me, is that what sent Papa to an early grave?

Folks say Papa would beg, borrow or steal to pay his bills

Hey, Mama, folks say Papa was never much on thinkin’

Spend most of his time chasin’ women and drinkin’

Mama, I’m depending on you to tell me the truth

Mama just hung her head and said, “Son

Papa was a rollin’ stone

Wherever he laid his hat was his home

And when his died

All he left us was alone.»…