Ναι ρε συ! Το ξέρω! Δεν είναι της μόδας! Κινδυνεύεις να γίνεις στόχος στα social media από διαφόρους αυτοοριζόμενους ως “παρά πολύ αριστερούς”, που σε σνομπάρουν γιατί δουλεύεις για το σύστημα, ενώ οι ίδιοι εισοδηματίες το σύστημα δεν τους χρειάστηκε ποτέ. Ή από ισχυρές πολιτικές κυρίες που θεωρούν την καταστροφή στην Σμύρνη συνωστισμό και τη γιορτή στο Μεσολόγγι για την Έξοδο, μπανάλ αναχρονισμό!

Και, ναι ρε συ! Ξέρω, σου λέω! Ξέρω! Είσαι γραφική περσόνα  για όλους εκείνους που ξημεροβραδιάζονται στα μπουζούκια και ζουν πλούσια ζωή τα καλοκαίρια στα γιοτ τους και τα γιοτ φίλων! Και ακόμα ναι, έχει πολύ πολιτικό υπόβαθρο το θέμα! Όλοι πάνε να καπηλευτούν, να καρπωθούν, να εξαργυρώσουν τον τάφο της Αμφίπολης, όπως, όμως γίνεται πάντα σε κάθε τι που αφορά σε αγώνες, απελπισίες, νίκες, δριμύτατες ήττες, πίκρες, θριάμβους αυτού του τόπου!

Ακόμη και στο απλό χαμογελάκι  που μπορείς να σκάσεις γιατί, ρε γαμώ το, χάρηκες στις νίκες της Εθνικής στο Μουντιάλ, εγκαλείσαι σε απολογία! «Τα παιδιά ζουν σε φαβέλες στην Βραζιλία» ή «Πλουτίζουν στο Μουντιάλ και εσύ κοιτάς τη μπάλα»; Ναι! Κοιταώ τη μπάλα! Και γουστάρω! Τι να κάνω δηλαδή; Μ’ αρέσει το ποδόσφαιρο, το βλέπω και ξεχνιέμαι! Να απαγορευτεί το χαμόγελο; Να φορώ ίσως και μόνο μαύρα; Να βρίζω αυτή τη χώρα απ’ το πρωί ως το βράδυ αλλά εδώ να κάθομαι, όπως γνωστή δημόσια περσόνα που μόλις γύρισε από ταξίδι στο «πολιτισμένο» εξωτερικό έβριζε τον «βλαχότοπο» στα social media και από κάτω οι κάτοικοι του βλαχότοπου της κάνανε 500 like;

Η περσόνα δε, δεν πήγε στο Λουξεμβούργο ή στο ταιριαστό για αυτήν, Μονακό, να ζήσει και να δουλέψει και να διακριθεί αφού το εδώ τη χαλάει! Άρα, ρε συ; Άρα είμαι πολύ ηλίθια που μπαίνω στο στόμα του λύκου και λέω πως μου κάνει λαβή στην καρδιά το χρώμα της θάλασσας τα καλοκαίρια, με πονάει σχεδόν σωματικά η ομορφιά το ηλιοβασίλεμα στα νησιά, η περηφάνια των ορεινών όγκων και οι αποχρώσεις όλου του πράσινου των δασών, τα ανοιχτό σπίτια και οι ακόμα πιο ανοιχτές καρδιές των ανθρώπων στα χωριά.

Οι βαρκούλες με τα ονόματα «Σοφία», «Μαρίνα», «Ειρήνη», τα «μπαμπά μη τρέχεις» και τα «η Παναγία μαζί σου», τα γα@@@ένα τα σεμέν πάνω στις τηλεοράσεις, οι στημένοι φυσικοί χυμοί απ’ τις μαμάδες που είναι ελιξίριο και θέμα ζωής ή θανάτου να τους πιεις αμέσως, τα ταπεράκια για τα παιδιά που σπουδάζουν σε άλλη πόλη, τα εργόχειρα πάνω στους design καναπέδες, τα μοναστήρια στις άκρες των γκρεμών, ο ελληνικός καφές στα ξεχασμένα καφενεία με το μικρό λουκούμι που μυρίζει τριαντάφυλλο.

Τα όπλα του Καραϊσκάκη – τάμα σε μια εικόνα Παναγιάς των βοσκών, τα κεφαλομάντηλα με το δάκρυ της Κρήτης για κάθε χρόνο σκλαβιάς ακόμα να φοριούνται σε ωραία νεανικά κεφάλια με μαύρα μάτια, οι συνταγές για τα γεμιστά της γιαγιάς γραμμένες σε τετράδιο με καλλιγραφικά γράμματα, τα λαϊκά αγόρια που σφυρίζουν ακόμα θαυμαστικά στα κορίτσια όταν περνούν από μπροστά τους, με κοντές -λαϊκές κι αυτές- φούστες… Μ’ αρέσουν όλα αυτά, που οι μπλαζέ περσόνες, οι κυρίες της πολιτικής και οι πολύ πολύ αριστεροί -αυτοοριζόμενοι πάντα- σιχαίνονται σε αυτή τη χώρα.

Και ακόμα, ρε συ, νιώθω και το κρύβω ένα φούσκωμα στο θώρακα αβάσταχτο γιατί μπορώ και μιλάω την ίδια γλώσσα με τον Όμηρο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Αισχύλο, τον Πλάτωνα. Και έχω την ίδια λέξη μαζί τους όταν λέω «έρωτας», «παιδί» και «γη» και «μέρα» και «θάλασσα». Και την έμαθα με το γάλα που πρωτοείπα από την μάνα μου την Ελληνίδα που με θήλαζε και δεν φοβόταν να μη χαλάσει το στήθος της. Και έχω αυτή την πολύτιμη γλώσσα-πατρίδα που έγραψε ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Καρυωτάκης, ο Καραγάτσης, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Καζαντζάκης, ο πολύτιμος Καβάφης και η Σαπφώ όμως και ο Αλκαίος και ο Αλκμάν.

Και κοιτώ το ίδιο μπλε, στον ίδιο τόπο, με τους ίδιους ήχους και ψύχρα την νύχτα! Και βλέπω την ευλογημένη, πανέμορφη ίδια ελιά στα ίδια βράχια στην ίδια χρυσοπράσινη απόχρωση της! Και όλη αυτή η ομορφιά είναι υπόθεση μόνο των ακροδεξιών;  Αυτοί νομίζουν πως ο Πλούταρχος είναι μόνο λαϊκός τραγουδιστής και πως τον Κολοκοτρώνη τον λέγανε Γιώργο! Άρα ούτε την ίδια πατρίδα αγαπάμε, ούτε την ίδια ομορφιά βλέπουμε…

Και ρε συ βούρκωσα και είχα έξαψη όλη μέρα όταν είδα το κεφάλι της Κόρης, της Καρωτίδας στην Αμφίπολη! Ξέρεις γιατί; Σκέφτηκα αιώνες την σιωπή και το σκοτάδι της! Το χώμα να μυρίζει τέλος γύρω της. Να την αγκαλιάζει ο θάνατος! Και δίπλα της βουβή η άλλη η συντρόφισσα της, εκείνη η χωρίς πρόσωπο. Και ξεβαμμένα τα χρώματα τους –η μια κόκκινο και η άλλη μπλε! Σα να ‘χαμε θάψει την ομορφιά, ρε συ, να μη μας βασανίζει! Και εκείνη -εκείνες- ξαναβγήκαν στο φως, στον ήλιο, στο θαυμασμό όλης της γης!

Σαγηνευτικές, ερωτικές, πανέμορφες, αιώνιες και αναλλοίωτες, νικήτριες στο θάνατο, σε μαρμάρινες Αναστάσεις από ηττημένους Επιταφίους. Σα ζωντανή, ρίχνει αυτό το όλο κρυμμένα μυστικά, μες τη συμμετρία χαμόγελό της σ’ όλη την ανθρωπότητα! Και είναι εδώ! Δίπλα μου! Στην δική μου χώρα! Και περιμένω να μάθω κι αλλά για αυτή και όλο το μαρμάρινο μνημείο που θάφτηκε το μεγαλείο του στο χρόνο. Σα δικοί μου ξεχασμένοι νεκροί να ζωντανεύουν.

Και ο Αλέξανδρος, η νύφη απ’ το Αφγανιστάν Ρωξάνη, ο Ηφαιστίωνας, η Ολυμπιάδα, όλοι εκείνοι οι στρατηγοί οι στολισμένοι των Μακεδόνων, ο Αριστοτέλης ξαφνικά είναι θέμα στις ειδήσεις, αιώνιοι και ναι, ρε συ, κομμάτι μου… Και να σου πω και κάτι άλλο; Αυτό το χαμόγελο της Κόρης, ίδιο στο Ερεχθείο, ίδιο και στα μαρμάρινα σκοτάδια της Αμφιπόλης, το σχήμα των ματιών, τα σπαστά ελεύθερα μαλλιά της, οι γραμμές των χειλιών της, μου θυμίζουν τα κορίτσια στο διάλειμμα στα Γυμνάσια της χώρας, την κόρη μου, μου θυμίζουν και κάτι φωτογραφίες της μάνας μου νέας.

Και συγκινούμαι ρε γαμώ το και ας μην είμαι της μόδας, ας με περιφρονεί η κυρία πολιτικός, η μοδάτη περσόνα και ο πολύ πολύ αριστερός μου φίλος που μου μετράει την ιδεολογία μου με τη μεζούρα, να δει ποιος την έχει μεγαλύτερη! Και αφού θα με βρίσουν που θα με βρίσουν, ας μου ρίξουν  ποινή με το χέρι στην κάρδια τι έχουν δει ομορφότερο και έργο ανθρώπων από τον Ερμή του Πραξιτέλη, που ανασαίνει στην Ολυμπία, τις αγέρωχες προστάτιδες Αγγέλους του Ερεχθείου, αιώνια να επιβλέπουν την Αθήνα, τη κεφαλή του έφηβου στους Δελφούς με τα γαλάζια σμαράγδια για μάτια που σε κοιτάνε και σου λένε “αγάπησε με” και τα υπολείμματα χρυσού στις μπούκλες.

Τον Ηνίοχο πιο δίπλα του, με βλέμμα από ημιπολύτιμο λίθο και γυαλί, κυρίαρχο και δυνατό, προσφορά – τάμα για νίκη από τον τύραννο της Γέλας, Πολύζαλο, εις τους αιώνες των αιώνων πια νικητή. Τι πιο ωραίο έχετε δει απ’ όλα αυτά και τούτο το νέο, το όχι πια λησμονημένο κεφάλι της Κόρης στην Αμφίπολη;

Για αυτό σου λέω ρε συ Έλενα Ακρίτα, που ένα βράδυ τόλμησες τη συγκίνηση σου, κάπως όπως στον τίτλο και είπα και εγώ… σωστά! Δηλαδή και εγώ που συγκινούμαι με τις Κόρες της Αμφιπόλης, είμαι ακροδεξιά τώρα; Όποιος το πει, στα μούτρα του τα καταγέλαστα…