Εγώ δεν βλέπω Ελληνες παίκτες, βλέπω ομάδα ελληνική. Αναγνωρίζω το δέσιμο το ψυχικό πίσω απ’ τις φανέλες, την ομόνοια, την αρμονία, την έμφαση στο “εμείς” κι όχι στο “εγώ”. Βλέπω αθλητές να χαίρονται, να χαμογελάνε, να εξιτάρονται, να το γλεντάνε ρε παιδάκι μου σαν μωρά στο νηπιαγωγείο. Και οσμίζομαι, από μακριά έστω, ότι είναι έτοιμοι να τα δώσουν όλα για τον προπονητή τους.

Έχει μια σημασία κι αυτό. Διότι, όπως σημειώνουν οι Αμερικάνοι που είναι μανούλες σε κάτι τέτοια, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν κόουτς είναι μην γουστάρουν οι αθλητές του να παίξουν για πάρτη του. Γιατί τους σπάει τα νεύρα, γιατί θέλει όλη τη δόξα για πάρτη του, γιατί τον πήραν μυρωδιά ότι είναι άσχετος, γιατί βρωμάνε τα πόδια του, για ένα σωρό λόγους τέλος πάντων. Άμα μουλαρώσει ο παίκτης και πει “όχι”, πάει κάηκες κύριε προπονητά.

Στον Κατσικάρη, είναι προφανές ότι λένε “ναι”. Ότι τον πιστεύουν, ότι γουστάρουν το πλάνο του, ότι τους κέρδισε με τη δουλειά του και την ευφυία του. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Γιατί αρκετοί αγώνες κρίνονται στην μικρότερη λεπτομέρεια, στην λεπτή κόκκινη γραμμή, στο σημείο εκείνο όπου ο παίκτης θα κάνει τη βουτιά και θα στουκάρει πάνω στις πινακίδες για να πιάσει την μπάλα αντί να πει “δε γαμιέται” και να κάνει την κορόιδα. “That’s basketball guys, that’s all there is“, που θα έλεγε κι ο Al Patsino στην ταινία.

Υ.Γ.: Πρόβλεψη για τον αγώνα με τη Σερβία; Αν κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και δεν μασήσουμε από τα θέατρα και τις τσιριμόνιες του Τεόντοσιτς (θα κάνει τα πάντα για να γίνει μπουρδέλο το ματς…), η διαφορά θα περάσει τους δέκα πόντους. Ο Καλάθης μπορεί και να μάσαγε, αλλά είμαι απολύτως βέβαιως ότι ο Ζήσης θα τον βάλει στη θέση του.