Τότε ήταν το «Ε» στην Ελευθεροτυπία που το ‘χαμε πως και τι κάθε εβδομάδα. Κάποτε είχε ένα αφιέρωμα στον Άρθουρ Μίλερ -ζούσε φυσικά. Πέρασαν καμιά δεκαριά χρόνια, αν υπολογίσεις πως ο γίγαντας των αμερικανικών γραμμάτων πέθανε το 2005, άρα το δημοσίευμα ήταν ακόμα πιο πριν. Είχα δει θεατρικά –και μου μείνε τόσο ο Καζάκος, όσο και ο Καρακατσάνης μαζί με την Αφροδίτη Γρηγοριάδου ως τραγωδιακή Λίντα- αλλά και κινηματογραφικά με τον σπουδαιότερο ίσως Ντάστιν Χόφμαν των εποχών και τον μεταφυσικά πια ταλαντούχο Τζον Μάλκοβιτς στον «Θάνατο του Εμποράκου», μάλλον το 1985, άρα καταλαβαίνεται για τι αρχαίους καιρούς μιλάμε!

Το έργο αυτό είχε για μένα, εκείνη την θλίψη που είναι ασήκωτη και σαν έργο τέχνης σου κάνει τατουάζ στο συναίσθημα και γίνεται αναφορά σε κάθε σύγκριση. Η συναίσθηση του να είσαι χαμένος, να σε αμφισβητούν όσοι λάτρεψες, να έχεις όχι μόνο θυσιαστεί αλλά να μην χρειάζονται καν τη θυσία σου, το αμερικανικό όνειρο σου να ‘ναι ξεφτισμένο από χέρι, πριν καν το ονειρευτείς, τα χρώματα να είναι όλα σκούρα και η ζωή σου να μοιάζει να «συνεχίζεται» μόνο από νύχτες. Η μικροαστική τάξη, να συνθλίβεται απ’ την ανάπτυξη του οικονομικού μοντέλου , οι αρχές της, η τιμιότητα, η χαρά μέσα απ’ τα απλά, απλούστατα, πράγματα, η ανεργία, η ανεπάρκεια, η αίσθηση πως είσαι άχρηστος, η αυτοκτονία!

Ναι, ήξερα για τον Άρθουρ Μίλερ, πως είχε παντρευτεί την Μονρόε, πως είχε πει την αλαζονική ατάκα «όταν το Αμερικανικό Μυαλό συνάντησε το Αμερικανικό Σώμα», ότι έκρυβε τον γιο του που είχε σύνδρομο Ντάουν, ότι στα παιδικά του χρόνια είχε ζήσει την οικονομική καταστροφή του πατέρα του και την ανέχεια, ότι γνώρισε, εβραίος αυτός, τον αντισημιτισμό στο μεγαλείο του, ότι κυνηγήθηκε ως κομμουνιστής επί Μακάρθι, ότι αντιστάθηκε. Και ναι, πάντα ήταν από εκείνον τον θλιβερό «Θάνατο του εμποράκου» για μένα εμβληματικός.

Ώσπου φτάνουμε στο «Ε» που σας έλεγα πριν καμπόσες παραγράφους και πριν παρασυρθώ. Έδειχνε το μέρος στο τεράστιο και πανέμορφο Κονέκτικατ, όπου αποσυρόταν για να γράψει ο Άρθουρ Μίλερ! Ήταν ένα μικρό ξύλινο, παλιό σπιτάκι, με τετράγωνα στραβοβαλμένα παραθυράκια, με μια σκεπή να γέρνει έτοιμη να πέσει σε κάποια της σημεία. Και γύρω απ’ το σπιτάκι; Μια απίθανη, πανέμορφη, παραδείσια, εξαίσια ερημία! Τίποτα! Σιωπή απόλυτη σε μια φύση της μεγάλης καινούργιας ηπείρου, αλλόκοτης, να ανακατεύει τα χρώματα σε άλλες ποσότητες, ποιότητες και με την σιγουριά της απεραντοσύνης της.

Φθινοπωρινά φύλλα πεσμένα απ’ τα μεγάλα δέντρα σε ένα τεράστιο, όλο στρώσεις χαλί, σε κόκκινο κυρίως χρώμα. Τεράστιοι κορμοί υπεραιωνοβιων, παντοδύναμων δέντρων. Φυλωσσιές σε χρωματισμούς ροζ, μπορντό, κίτρινο, πράσινο σκοτεινό στα αμυδρά όρια του μαύρου, να κρύβουν τον ήλιο και τον ουρανό. Να απαγορεύουν το μπλε και την φωτεινότητα. Εκεί σε αυτό το μακάριο, φορτισμένο από αιωνιότητα τοπίο που λευκός δεν είχε πατήσει το πόδι στα χώματα του θαρρείς στην καρδιά ενός αγριεμένου, βιβλικού Θεού, ο συγγραφέας, η τιτάνια πένα των αμερικανικών γραμμάτων απομονωνόταν για να γράψει. Να μην ακούει τίποτα και κανέναν παρά μόνο τη σκέψη του. Εκεί στην όμορφη γη του εν ισχύ αμερικανικού ονείρου! Που καμία σχέση με κανένα θάνατο εμποράκου ή γραφιά ή όπου τέλος πάντων.

Τα πρώτα του βιβλία γράφονταν με ανοιχτό παράθυρο στο θόρυβο του φτωχικού, φασαριόζικου, περιθωριακού τότε Μπρούκλιν ή μετά στους κοιτώνες του Χάρβαρντ μεν, αλλά από έναν υπότροφο εβραίο γιο κατεστραμμένου οικονομικά εμπόρου, που διπλή κατάρα έτσι, τον βάραινε! Η ανάγκη του για να βγάλει τα ποτάμια λέξεων που έσπαγαν φράγματα μέσα του, δεν εξαρτιόταν από καμία σιωπή!

Εγώ κάπου τριάντα χρόνια τώρα, βιοπορίζομαι –όπως μου το ‘χε πει τόσο εύστοχα η Έλενα Ακρίτα κάποτε- γράφοντας μέσα σε γραφεία εφημερίδων, περιοδικών, site, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών. Έχω μάθω να δημιουργώ τη σιωπή μέσα μου, ενώ γύρω μου βουίζουν τηλεοράσεις, εκσφενδονίζονται λεκτικά καντήλια από αρχισυντάκτες, χτυπάνε τηλέφωνα, ουρλιάζουν οι κακές συνδέσεις για τα «αποκλειστικά», εισβάλλουν οπαδοί ομάδων και σπάνε ότι βρίσκουν, σκάνε ρουκέτες αντεξουσιαστικών οργανώσεων, κάνει σεισμό πολλών ρίχτερ, πεθαίνει από έμφραγμα ο παραδιπλανός, χτυπούν δάκτυλα εκατοντάδες πλήκτρα σαν χαλίκια σε βράχους… Και ζηλεύω εκείνο το ξύλινο σπιτάκι στα δάση του Κονέκτικατ! Και πάντα αναρωτιόμουνα για αυτό…

Άραγε γράφεις εκεί; Άμα είσαι βουτηγμένος άνθρωπος στην ομορφιά και την ησυχία, θες να γράψεις; Γιατί ο Άρθουρ Μίλλερ ή  κάθε πραγματικά σημαντικός σαν αυτόν, να μην κάνει ένα περίπατο στο ωραίο; Να ακούσει το θρόισμα των φύλλων, να αισθανθεί τον αγέρα ανά εποχή, την θερμοκρασία, την αλλαγή στην ατμόσφαιρα και στο φως στο 24ωρο, να αφουγκραστεί τα ίδια τα βήματα του πάνω στα ξερά, πεθαμένα φύλλα, να χαζέψει τα σκιουράκια, να περιμένει την μυρωδιά της βροχής, να καλέσει φίλους να δουν τι ωραία είναι εκεί, στα μεγάλα δάση; Πότε γράφει ο Άρθουρ Μίλλερ; Απ’ το υστέρημα του, στο περιθώριο της ζωής με ανοιχτό παράθυρο στο Μπρούκλιν ή απ’ το περίσσευμα του, στην κορυφή του κόσμου, της αναγνώρισης, της δόξας, του κορμιού της κάθε αρχετυπικής Μέρλιν; Και πότε έχει ανάγκη την σιωπή; Όταν η εσωτερική του κραυγή σπάει εσωτερικά τον λάρυγγα του για να βγει, ή όταν την έχει ανάγκη γιατί πια ψιθυρίζει;

Τέλος πάντων το ερώτημα για το αν αυτοί οι τιτάνιοι γραφίδες δημιουργούν από αγνή δυστυχία ή όχι, μάλλον θα το ‘χω για πάντα και δεν θα μου απαντηθεί ποτέ. Και έτσι ποθημένο θα μου μείνει και η γύρω μου σιωπή και εκείνο το σπιτάκι στο Κονέκτικατ που πάει ο μεγάλος συγγραφέας για να συγκεντρωθεί! Σιωπή…