125 χρόνια πριν κυκλοφορεί το πρώτο φύλλο της Wall Street Journal στην τιμή των 2 σεντς από τη Dow Jones & Company με θεματολογία που άπτεται κυρίως των οικονομικών και επιχειρηματικών θεμάτων. Το όνομά της το πήρε από τον δρόμο της Νέας Υόρκης, όπου χτυπά η «καρδιά» της αμερικανικής οικονομίας και ήταν μια ιδέα του Charles Bergstresser, ενός από τους τρεις ιδρυτές της.

Καλύπτει κυρίως τα αμερικανικά και διεθνή οικονομικά και επιχειρηματικά θέματα, ενώ έχει κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ 34 φορές. Σύμφωνα με τις μετρήσεις, η WSJ είναι η μεγαλύτερη και πιο διαδεδομένη εφημερίδα στις ΗΠΑ, ενώ ο κύριος ανταγωνιστής της είναι οι Financial Times, με έδρα το Λονδίνο, που κυκλοφορούν σε πολλές διεθνείς εκδόσεις.

Η αρχή

Αρχικά, η Dow Jones & Company, εξέδιδε σύντομα νέα, τα οποία μοίραζε χέρι με χέρι στους επενδυτές του χρηματιστηρίου. Αργότερα, η εταιρεία άρχισε να τυπώνει ένα είδος ημερήσιας περίληψης των οικονομικών νέων, κάτι που αποτέλεσε τον πρόδρομο της WSJ των δημοσιογράφων Charles Dow, Edward Jones και Charles Bergstresser.

Το 1902 η εφημερίδα περνά στα χέρια του δημοσιογράφου Clarence Barron έναντι 130.000 δολαρίων με την κυκλοφορία της να αγγίζει τα 7.000 φύλλα. Χαρακτηριστικό της επιτυχίας της είναι ότι στο τέλος της δεκαετίας του ’20 η κυκλοφορία της ανέρχεται στα 50.000 φύλλα. Ο Barron πεθαίνει το 1928, έναν χρόνο μετά την «Μαύρη Τρίτη», όταν σημειώθηκε το οικονομικό κραχ, ωστόσο οι κληρονόμοι του θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο «τιμόνι» της εφημερίδας έως το 2007.

Τη σημερινή της μορφή η WSJ την πήρε τη δεκαετία του ’40, μια εποχή βιομηχανικής άνθισης για την οικονομία των ΗΠΑ και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Νέας Υόρκης. Το 1941, ο Bernard Kilgore αναλαμβάνει τη θέση του αρχισυντάκτη, ενώ τέσσερα χρόνια αργότερα γίνεται διευθύνοντας σύμβουλος.

Το 1967 η Dow Jones Newswire αρχίζει να επεκτείνεται έξω από τις ΗΠΑ, τοποθετώντας δημοσιογράφους σε κάθε σημαντικό οικονομικό κέντρο στην Ευρώπη, την Ασία, τη Λατινική Αμερική, την Αυστραλία και την Αφρική. Τρία χρόνια μετά η εταιρεία αγοράζει την αλυσίδα εφημερίδων Ottaway, η οποία εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε εννέα εφημερίδες και τρεις κυριακάτικες εκδόσεις. Τα επόμενα χρόνια και κυρίως από το 1971 έως το 1997 σημειώνονται πολλές εξαγορές και κοινοπραξίες, που εκτοξεύουν τη WSJ.

Το «συμπλήρωμα» της εφημερίδας στον χώρο του διαδικτύου βγαίνει στον αέρα το 1996 και έκτοτε θα γίνει το μεγαλύτερο συνδρομητικό ειδησεογραφικό site με περισσότερους από 980.000 εγγεγραμμένους συνδρομητές. Βέβαια, λόγω του αυξημένου κόστους της συνδρομής (22,99 δολάρια/μήνα τον Ιούνιο του 2013), οι εγγραφές παρουσιάζουν πτωτική τάση.

Τον Μάιο του 2007, η News Corporation κάνει μια μεγάλη προσφορά εξαγοράς για τη Dow Jones, η οποία στην αρχή απορρίπτεται. Τρεις μήνες αργότερα, όμως, οι δύο εταιρείες συγχωνεύονται και η WSJ εισέρχεται στον κολοσσό του Rupert Murdoch.

Οι «σκιές» και η διάσπαση των εταιρειών

Το καλοκαίρι του 2011 η αποκάλυψη του σκανδάλου των τηλεφωνικών υποκλοπών από τα στελέχη της News of the World σε βάρος πολιτικών, καλλιτεχνών, αστυνομικών, ακόμη και τρομοκρατών συγκλονίζει τη Βρετανία, με τον μεγιστάνα των μίντια Murdoch να βλέπει την αυτοκρατορία του να καταρρέει, κυρίως με το κλείσιμο της ιστορικής εφημερίδας.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, το φθινόπωρο του 2011 ξεσπά ένα νέο σκάνδαλο στους κόλπους της News Corporation, που αφορούσε τη WSJ. Σύμφωνα με εσωτερική έρευνα στον όμιλο, η εφημερίδα χρηματοδοτούσε μέσω τρίτων την αγορά χιλιάδων φύλλων της στην Ευρώπη προκειμένου να παρουσιάζει υψηλότερη κυκλοφορία, παραπλανώντας ουσιαστικά αναγνώστες και διαφημιστές. Συνέπεια των αποκαλύψεων ήταν να παραιτηθεί ο διευθύνων σύμβουλος της Dow Jones & Co. στην Ευρώπη, Άντριου Λάνγκχοφ.

Τον Φεβρουάριο του 2012, ο Murdoch προχώρησε στη διάσπαση της News Corp. Ειδικότερα, αποφάσισε να διαχωρίσει την εταιρεία του σε έναν όμιλο, όπου θα κυριαρχούν τα κινηματογραφικά στούντιο της Fox και θα συμπεριλαμβάνονται τα τηλεοπτικά δίκτυα του μεγιστάνα, καθώς και σε έναν άλλο με τις εκδοτικές δραστηριότητές του, όπως οι New York Post, Wall Street Journal κλπ.

Σήμερα, η WSJ έχει ένα παγκόσμιο δίκτυο με περισσότερους από 2.000 δημοσιογράφους σε 85 γραφεία και 51 χώρες, ενώ κυκλοφορεί 26 έντυπες εκδόσεις.