Έχω δει τον Νίκο Γκάλη να πατάει γερά κι αντί να σταθεί στον αέρα να σκάει σαν το καρπούζι στο έδαφος. Έχω δει τον Παναγιώτη Γιαννάκη να μπηστάει τη μπάλα σαν χάνος, να του την κλέβει ο Μοντέρο και να φεύγει σφαίρα για το παρ’ ολίγον νικηφόρο (ας όψεται ο Στόγιαν…) λέϊ απ. Έχω δει τον Κριστιάν Καρεμπέ να τον περνάει στο σπριντ ο Μιχάλης Κωνσταντίνου λες και ήταν σταματημένος. Έχω δει τον Στράτο Αποστολάκη να τον περνάει ολόκληρη η ενδεκάδα του Ολυμπιακού λες και ήταν σταματημένος. Έχω δει τον Γιώργο Κούδα να στέκει ξέπνοος στο κέντρο του γηπέδου και τον Γιώργο Φοιρό να τραβάει φανέλες για να επιβιώσει. Έχω δει και τον Ντέμη, πριν το πάρει απόφαση…

Είναι μεγάλη ιστορία να ξέρεις πότε πρέπει να αποχωρήσεις. Σε όλα τα πράγματα. Στην πολιτική, στην τέχνη, στην επιστημονική δραστηριότητα. Και φυσικά στον αθλητισμό, όπου είναι ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα. Γιατί μιλάμε για καριέρα μικρή, σκάρτα δεκαπέντε χρόνια. Είναι μεγάλη ιστορία να ακούς το κορμί σου και να καταλαβαίνεις ότι δεν σηκώνει άλλο, ότι πρέπει να πεις αντίο όσο δέχεται ακόμη εντολές. Πριν σε ξεφτιλίσει το πρώτο δεκαεννιάχρονο που θα μπει φορτσάτο στο γήπεδο και θα αρχίσει να τρέχει πάνω κάτω σαν παλαβό.

Ελπίζω λοιπόν ο Κώστας Κατσουράνης να πάρει μόνος του την απόφαση και να πάει να το πει στον Σάντος χωρίς πολλά πολλά. Να τον πιάσει τον κόουτς και να παραδεχθεί ότι τον νίκησε ο χρόνος. Άνευ περαιτέρω γκρίνιας, δίχως μουτσούνες και χειρονομίες. Να κάτσει στον πάγκο σαν κύριος μεθαύριο που παίζουμε με την Κόστα Ρίκα και να πάρει ένας άλλος (ο Σάμαρης, ας πούμε;) τη θέση του στην ενδεκάδα.

Γιατί είναι και το ματς που δεν τον πάει καθόλου. Σαν τα πουλάρια τρέχουνε οι Κοσταρικάνοι και μπορεί ο Κατσουράνης να βλέπει πάντα δυο φάσεις μπροστά, αλλά το σώμα του δεν έχει το κουράγιο να ακολουθήσει το μυαλό του. Κι έτσι κάνει χαζά φάουλ, έτσι παίρνει κάρτες, έτσι εκτίθεται. Πράγμα θλιβερό για έναν παιχταρά που έχει πίσω του καταπληκτικές στιγμές. Μπροστά του ωστόσο έχει μόνο μερικά ένσημα, είτε στη βήτα εθνική με την ΑΕΚ είτε στην Σουπερλίγκα με κανά μικρομεσαίο σύλλογο. Ως εκεί λοιπόν κι ας μείνουμε φίλοι. Κι όταν έρθει η ώρα, να τον τιμήσουμε όλοι με χαρά και όχι με μουρμούρα.