Δεκαετία του ‘30 στην μεγάλη χωρά των απελπισμένων και των παρείσακτων, στην Αμερική, που έχει ετοιμάσει τα αρχέτυπα της, τους αδίστακτους μεγιστάνες της, τα πολεμικά της γεράκια, την Γουόλ Στριτ της και τις στρατιές των παιδιών των μεταναστών που παλεύουν όχι για το αμερικανικό, αλλά για οποιοδήποτε όνειρο. Ποτοαπαγόρευση, ο Στρατός της σωτηρίας, οι πουριτανοί στους άμβωνες των πύρινων κηρυγμάτων για έναν θεό, που δεν κοινωνούσε με αλκοόλ. Η Μεγάλη Ύφεση ξεκινά σα τρώει σάρκες και να μη χορταίνει από ανέχεια, πόνο. Ο καπιταλισμός ετοιμάζει τους πολέμους του για να ξεφορτώσει αδιέξοδο και να πλουτίσει από θάνατο. Αυτό το ασπρόμαυρο φόντο είναι η αλήθεια που θα γεννήσει έναν απ τους μεγαλύτερους παράνομους των ΗΠΑ και ταυτόχρονα ένα λαϊκό ίνδαλμα.

Ιντιάνα, 22 Ιουνίου, του 1903. Η ζωή έχει ακόμα ελπίδα για τον παντοπώλη και βαθύτατα θρησκευόμενο πατέρα του μωρού που γεννιέται, του Τζον Ντίλιγκερ και που κάπου στο μέλλον του, τον περιμένει ο τίτλος του πλέον διαβόητου κακοποιού. Εκείνος ο πατρώας είναι το αλάτι της αμερικανικής γης. Τίμιος, ενεργός στην κοινότητα και όλο συμπόνια για τον συνάνθρωπο του. Είναι αυστηρών ηθών, αλλά κάνει όλα τα χατίρια στον γιο του, μιας και στα τρία, μόλις, χρόνια του, η μητέρα πέθανε και άφησε ένα μωρό ορφανό. Τιμωρία, όρια, μάλωμα δεν υπάρχουν. Υπάρχει όμως στον μικρό η αίσθηση του πατέρα, να είναι πάντα με τον αδύναμο και όχι με τον ισχυρό. Αρχηγικός και ζόρικος φτιάχνει από παιδί συμμορία. Στα δέκα του χρόνια συλλαμβάνεται και κλείνεται στο αναμορφωτήριο, επειδή έκλεψε κάρβουνα με τη συμμορία του, τη «βρώμικη δωδεκάδα». Τα κάρβουνα ήταν πανάκριβα και τα σπίτια τους δεν μπορούσαν να ζεσταθούν. Η κλοπή ήταν μια κάποια λύση…

 

Έφηβος θα καταταγεί στο Ναυτικό. Πριν κλείσει χρόνο παραιτείται. Επιστρέφει στην Ινδιάνα, παντρεύεται μια δεκαεξάχρονη καλή κοπέλα, την Μπέριλ Χόβιους. Δουλειές δεν υπάρχουν και όταν βρίσκεται κάποια, ο αντιήρωας μας, δεν σκύβει κεφάλι και οι τσακωμοί και οι απολύσεις είναι δεδομένοι από την αρχή. Ο γάμος του διαλύεται.

Η Μεγάλη Ύφεση, το Κραχ του 30, έχει τις τράπεζες να φορτώνουν τα βάρη της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων, ενώ οι μεγάλοι τραπεζίτες την έχουν ζάχαρη με τις πλάτες της εξουσίας που δεν μπορεί να τους αφήσει να καταρρεύσουν. Χιλιάδες χιλιάδων σπίτια κατάσχονταν επειδή οι ιδιοκτήτες τους δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους στις τράπεζες και η χώρα γεμίζει περιπλανούμενους άστεγους, που ψάχνουν δουλειά όπου ευκαιριακά υπάρχει. Στα λογής ελ Ντοράντο χρυσού, στην συγκομιδή των πορτοκαλιών στην Καλοχρονιά, στο μπαμπάκι στο Νότο. Μικρές τράπεζες χρεοκοπούσαν, οι τραπεζίτες εξαφανίζονταν με τις βαλίτσες γεμάτες δολάρια και εκατομμύρια άνθρωποι έχαναν τις οικονομίες μιας ζωής. Ο λαός μισεί τις τράπεζες. Και ο Ντίλιγκερ αποφασίζει να τις ληστεύει. Ληστεύοντας τις, φρόντιζε  να καταστρέφει τα έγγραφα των υποθηκών κατοικιών που υπήρχαν. Η τόλμη του, οι ριψοκίνδυνες και καλοστημένες ληστείες του που γίνονταν, ακόμα και στο φως της μέρας και οι πολύπλοκες τεχνικές διαφυγής τον έκαναν σχεδόν λαϊκό ήρωα. Η ευρηματικότητα του ήταν απολαυστική. Σε μια ληστεία έπεισαν τους υπεύθυνους της τράπεζας ότι ήταν συνεργείο για το γύρισμα ταινίας του Χόλυγουντ! Οι περαστικοί κοιτούσαν τη ληστεία χαμογελώντας νομίζοντας ότι έβλεπαν ταινία!

Ήταν ένας Ρομπέν των Δασών με πούρο, κοστούμι και καπέλο που αντί για τόξο χρησιμοποιούσε αυτόματα. Την ίδια περίοδο, πιο δημοφιλείς και απ τους star, λαϊκά ινδάλματα ήταν κι άλλοι περιβόητοι ληστές τραπεζών, όπως οι θρυλικοί Μπόνι και Κλάιντ και η δαιμόνια Κέιτ Μαμπάρκερ.

 

Με τενεκεδάκια στις σειρές για λίγη σούπα. Στο πίσω μέρος εκκλησιών για λίγο ύπνο. Σε ερημωμένα κτίρια, χαλασμένα βαγόνια, καμένα λεωφορεία οι πάμφτωχοι Αμερικανοί ελπίζουν να τα καταφέρουν την κάθε νύχτα και την κάθε μέρα, μόνο. Υποσιτισμένα παιδιά, θνησιμότητα, αυτοκτονίες, ρακένδυτες οικογένειες, ρυπαροί εγκληματίες έτοιμοι να εκμεταλλευτούν την ανάγκη. Τα μέλη της συμμορίας του Ντίλιγκερ, όπως ο Χάρι Πίερποντ και Μπέιμπι Φέις Νίλσον, γίνονται τόσο δημοφιλείς στις κατεστραμμένες ζωές από την οικονομική κρίση, που αμερικανοί ταυτίζονται μαζί τους και αγωνιούν κάθε μέρα, ψάχνοντας στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για την τύχη τους.

Σαν ήρωας φιλμ νουάρ, είναι ο καλός κακός, που οι αστυνομικοί και η εξουσία σιχαίνονται. Ληστεύει δυο ντουζίνες τράπεζες και γελοιοποιεί τις αρχές εισβάλλοντας σε τέσσερα αστυνομικά τμήματα από όπου έκλεψε όπλα και πυρομαχικά. Αποδρά κινηματογραφικά από τη φυλακή δυο φορές. Στις ληστείες του έχει αίμα. Τα θύματα του είναι πάντα αστυνομικοί και ποτέ εργαζόμενοι, νυχτοφύλακες ή πελάτες των τραπεζών. Την αστυνομία και τις αρχές τους εξευτέλιζε με κάθε ευκαιρία. Κάποτε, δραπέτευσε από την φυλακή απειλώντας τους φύλακες με ένα πιστόλι. Έντρομοι αυτοί, τον κατευόδωσαν και μόνο ταπεράκι μη και πεινάσει στον δρόμο δεν του έδωσαν. Έγινε παναμερικανικό αναδεκτό, όταν διαδόθηκε, το ότι το πιστόλι ήταν ξύλινο και ο Ντίλιγκερ το είχε φτιάξει στο κελί του!

Τον Απρίλη του 1934 στο καταφύγιο του, στο Γουισκόνσιν γίνεται πραγματική μάχη μεταξύ των μελών της συμμορίας του Ντίλιγκερ και των ανδρών του FBI. Οι πράκτορες της παντοδύναμης αστυνομικής μονάδας πυροβολούν τρεις αθώους περαστικούς. Ένα κύμα αγανάκτησης κατά του FBI ξεσηκώθηκε σε όλη τη χώρα. Ο επικεφαλής του FBI ο Έντγκαρ Χούβερ, είναι έξαλλος με τις διαστάσεις θρύλου που έχει πάρει ο Τζον Ντίλιγκερ. Τοποθετεί επικεφαλής της δίωξης του διασήμου συμμορίτη, τον Μέλβιν Πίρβις, γόνο αριστοκρατικής οικογένειας του Νότου, με σπουδές σε καλά σχολεία, ζωή στα πούπουλα και πολλά οικογενειακά λεφτά. Μεταξύ  πλούσιου βουτυρόπαιδου πράκτορα του FBI και λαϊκού, πανέξυπνου και αγανακτισμένου παρανόμου, η κοινή γνώμη δεν διστάζει να υποτρίξει και να λατρέψει τον δεύτερο.

Και ενώ το FBI βυθίζεται στην αναξιοπιστία και αντιδημοφιλία του, ο κόσμος πιστεύει πως τα περισσότερα από τη λεία των ληστειών τραπεζών ο Ντίλιγκερ τα μοίραζε στους φτωχούς και τον κάνει πια σχεδόν λαϊκό άγιο. Η κυβέρνηση πια και ο ίδιος ο Πρόεδρος των ΗΠΑ επιτάσσει να «τελειώνουν» με τον ενοχλητικό κακοποιό. Ο Ντίλιγκερ ήταν ο πρώτος στις ΗΠΑ που ανακηρύχτηκε από το FBI σε Δημόσιο Κίνδυνο νούμερο 1. Οργανώνεται κάνοντας μια σειρά από πλαστικές επεμβάσεις για να αλλάξει χαρακτηριστικά αλλά και δαχτυλικά αποτυπώματα. Η αστυνομία χάνει τα ίχνη του, αλλά δείχνει αποφασιστικότητα καταφεύγοντας στην αμοιβή και στην αναζήτηση χαφιέδων στο περιβάλλον του.

 

Στις 22 Ιούλη του 1934,  ο βουτυρομπεμπές από τον Νότο, δολοφονεί, εν ψυχρώ τον Ντίλγκερ έξω από ένα κινηματογράφο, μετά από «κάρφωμα» μιας πόρνης, της Άννα Σάτζε. Ο διώκτης του Ντίλινγκερ, ο νότιος Μέλβιν, έγινε τόσο διάσημος που ο Χούβερ τον θεώρησε απειλή με αποτέλεσμα να τον εξαναγκάσει σε παραίτηση ένα χρόνο αργότερα  από το FBI. Του γίνεται έμμονη ιδέα και τον ενοχλεί ακόμα και όταν βρίσκεται εκτός σώματος. Ο Μέλβιν Πύρβις, στα 1960 αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του περίστροφο που είχε χρησιμοποιήσει και τη νύχτα της δολοφονίας του Ντίλιγκερ.

Και ο διάσημος κακοποιός; Ο θρυλικός κακός που είχε το λαϊκό αίσθημα με το μέρος του; Το γέννημα μιας εποχής αδικίας, κοινωνικής αναλγησίας, αποκλεισμών και θυματοποίησης ρηματοποίησης πληθυσμών ολόκληρων; Έτσι απλά δολοφονημένος σχεδόν πισώπλατα, ένα βράδυ, σε μια συνέτιση με μια ιερόδουλη, έξω από ένα σινεμά; Ήταν 31 ετών. Στην κηδεία του 10.000 άνθρωποι που δεν τον γνώριζαν καν έλεγαν το τελευταίο αντίο σε έναν εγκληματία μεν, αλλά συνάμα σε έναν σαν αυτούς που δεν έσκυψε το κεφάλι, δεν αποδέχτηκε όρους, που κορόιδεψε το σύστημα και που αδιαφόρησε για δοτούς κανόνες.

 

Ο θρύλος συνεχίστηκε. Δεν ήταν αυτός έλεγαν. Με τις πλαστικές και τα αποτυπώματα παραλλαγμένα κάνεις δεν έμαθε αν ο Ντίλιγκερ ήταν πήγματα ο νεκρός της ενέδρας του FBI. Το λαϊκό αίσθημα απαίτησε για πολλά χρόνια μετά, ο Ντίλιγκερ να περιπαίζει την αστυνομία, να είχε χαθεί κάπου στην Μινεσότα, στην Ινδιάνα, στο Γουισκόνσιν και τα βράδια να γέμιζε τα ψυγεία των φτωχών και να πλήρωνε τους λογαριασμούς για το ρεύμα και να λήστευε τράπεζες, πριν τους ληστέψουν πρώτες, καίγοντας, για πάντα, τις υποθήκες και τα δάνεια τους…