Άκουσα να το διαβάζει η Ακριβοπούλου στο ραδιόφωνο, νύχτα Παρασκευής. Δώρο μου φάνηκε. Σαν αυτός ο σοφός, όλο μελωδίες, τραγούδια, ομορφιά άνθρωπος, να μας παρακολουθεί από κάπου και να παρεμβαίνει την στιγμή που πρέπει, ακόμα και απ τον κάτω κόσμο. Το χει γράψει ο Μάνος Χατζιδάκις αυτό το κείμενο 34 χρόνια πριν, όταν βρισκόταν στη Μελβούρνη. Για τα 20 χρόνια απ τον θάνατο του, που ήρθε και πρόσθεσε κι άλλη ορφάνια πάνω μας, η εφημερίδα της ομογένειας εκεί, στην τόσο μακρινή, τόσο εξωπραγματικά διαφορετική Αυστραλία, ο «Νέος Κόσμος», το δημοσίευσε εις μνήμην και το περάσαμε σχεδόν χέρι με χέρι και στόμα και στόμα ο ένας στον άλλο, σαν ανάσα, σαν παρηγοριά, σαν πολεμική άνευ τύψεων και μη αποδεκτών όρων.

Από τον Άδη, ο Μάνος Χατζιδάκις μιλά για προβλήματα με την εφορία, για αυτοεξορίες και μεταναστευτικές περιπλανήσεις, για επιδημία ευτέλειας και αυτοεξευτελισμών, για σκοτεινή δημοσιογραφία και χυδαιότητα, για νεότητα του νου, για επιφανείς πολιτικούς του κώλου και καλλιτέχνες ισάξιους τους, για τη δύναμη, την παλικαριά, τις αρνήσεις και τα αμετακίνητα «πιστεύω» . Είναι εδώ! Μας παρακολουθεί, σας λέω! Η τέχνη για αυτόν ήταν το «… να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ…»… μεγαλύτερη φράση απ την ζωή αλλά ισάξια με κάθε αλήθεια! Την ίδια χρονιά, το 1980 γραφεί στίχους και μουσική και η Φαραντούρη τραγουδά με εκείνη την ζωική παντοδύναμη φωνή της, τον «Τελικό συμβιβασμό –α», στον όποιο ο ίδιος δεν ενέδωσε ποτέ: «Τα πρώτα νέα κυκλοφορούν στις έκτακτες εκδόσεις. Ο κυβερνήτης κυβερνά τους αστυνόμους. Η αναρχία κυβερνά τον κυβερνήτη. Ζήτω το έθνος, η πατρίδα και το σπίτι. Αλαλαγμός. Ο πληθυσμός είναι νεκρός. Έγινεεεεεεεεε… ο τελικός συμβιβασμός»…

 

Την ίδια στιγμή, στο πιο μακρινό σημείο από την Ελλάδα, συντάσσει αυτό το βιογραφικό σαν Καζαντζάκεια Ασκητική, το τόσο αναπάντεχο, ξαφνικής χαράς σαν surprise party κείμενο-δώρο:  

 

«Βιογραφικό σε πρώτο προσωπικό»

Γεννήθηκα στις 23 Οκτώβρη του ’25, στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους μεταπολεμικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη και ο πατέρας μου από την Κρήτη. Με φέραν το ’31 στην Αθήνα απ’ όπου έλαβα την Αττική παιδεία – όταν ακόμη υπήρχε στον τόπο μας και Αττική και Παιδεία. Είμαι λοιπόν γέννημα δύο ανθρώπων που δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ’ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου όλες τις δυσκολίες του Θεού και όλες τις αντιθέσεις. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την Ευρωπαϊκή, φέραν έν’ αποτέλεσμα εντυπωσιακό. Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται ως ανώμαλοι.

Η κατοχική περίοδος μου συνειδητοποίησε πως δεν χρειαζόμουν τα μαθήματα της Μουσικής, γιατί με καθιστούσαν αισθηματικά ανάπηρο και ύπουλα μ’ απομάκρυναν απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν: Να διοχετευθώ, να επικοινωνήσω και να εξαφανιστώ. Γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την κατοχή – σαν ήρθε η απελευθέρωση. Δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς δεν μοιάζω φυσιογνωμικά με μέλος του γνωστού Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.

Ταξίδεψα πολύ. Κι’ αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν μόνο προϊόν του τόπου μας αποκλειστικό, όπως περήφανα αποδεικνύουν συνεχώς οι Έλληνες σωβινιστές και οι ντόπιοι εθνικιστές. Έτσι ενισχύθηκε η έμφυτη ελληνικότητά μου και μίκραινε κατά πολύ ο ενθουσιασμός μου για τους αλλοδαπούς.

Έγραψα μουσική για το Θέατρο, για τον Κινηματογράφο και τον Χορό. Παράλληλα έγραψα πολλά τραγούδια – δύο χιλιάδες μέχρι στιγμής, – μέσα από τα οποία ξεχωρίζω όλα όσα περιέχει αυτή μου η συναυλία. To 1966 βρέθηκα στην Αμερική, και επειδή χρωστούσα στην ελληνική εφορία κάπου τρεισήμισι εκατομμύρια δραχμές, αναγκάστηκα να κατοικήσω εκεί ώσπου να τα εξοφλήσω. Εξόφλησα τα χρέη μου το ’72 κι επέστρεψα στην Αθήνα, για να κατασκευάσω το καφενείο με το όνομα «Πολύτροπο». Ήρθε όμως ο τυφώνας που ονομάστηκε «Μεταπολίτευση» με τις σειρήνες των γηπέδων και των σφαιριστηρίων και τους χιλιάδες εκ των υστέρων αντιστασιακούς, που αγανακτισμένοι τραγουδούσαν τραγούδια ενάντια στη Δικτατορία, και που με αναγκάσανε να κλείσω το «Πολύτροπο», μ’ ένα παθητικό περίπου πάλι των τρεισήμισι εκατομμυρίων. Μοιραίος αριθμός…

Κι’ έτσι απ’ το ’75 αρχίζει μια διάσημη «εποχή μου» που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε η υπαλληλική, και που με κατέστησε πάλι διάσημο σ’ όλους τους απληροφόρητους συμπατριώτες μου και σ’ όσους πίστεψαν πως τοποθετήθηκα χαρακτηριστικά στις όποιες θέσεις της δημόσιας ζωής. Μέσα σ’ αυτή που λέτε την περίοδο, προσπάθησα ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω «ακριβές καφενειακές ιδέες» πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού. Και οι δύο ετούτοι οργανισμοί βαθύτατα διαβρωμένοι και σαθροί από τη γέννησή τους, κατάφεραν ν’ αντισταθούν επιτυχώς ώσπου στο τέλος να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ’όλα αυτά , μέσα σε τούτον τον καιρό, γεννήθηκε η φιλελεύθερη έννοια του ΤΡΙΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ και επιβλήθηκε σε ολόκληρο τον τόπο.

Και καταστάλαγμα μέχρι στιγμής του βίου μου είναι:

Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει στα όρια που εκείνη καθορίζει κι’ όχι εγώ.

Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει κι όχι σ’ αυτό που μας διασκεδάζει και μας κολακεύει εις τας βιαίως αποκτηθείσας συνήθειές μας.

Ε π ι θ υ μ ώ να έχω πολλά χρήματα για να μπορώ να στέλνω «εις τον διάβολον» – πού λένε – κάθε εργασία που δεν με σέβεται. Το ίδιο και τους ανθρώπους.

Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία την πάσα λογής χυδαιότητα καθώς και κάθε ηλίθιο του καιρού μου. Aυτό το ρεσιτάλ είναι αποτέλεσμα πολύχρονης συνειδητής προσπάθειας και μελέτη «υψηλού πάθους». Γι’ αυτό και το αφιερώνω στους φίλους μου.

ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ

Μελβούρνη 20 Μαΐου 1980».