Άλλους τους μεγάλωσαν μανάδες, άλλους τους μεγάλωσαν σκυλιά. Εμένα με μεγάλωσαν οι Doors! Από την πρώτη μέρα της εφηβείας μου, από τότε που ήμουνα δώδεκα χρονών και πήρα στα χέρια μου μια κασέτα ενενηντάρα BASF και είχε στη μία πλευρά το «Strange Days» και στη δεύτερη το «Absolutely Live». Όσο χώραγε δηλαδή από το «ζωντανό» το δίσκο, γιατί ήταν διπλός και που να στριμωχτεί σε 45 λεπτά ταινίας. Μιας ταινίας που την άκουγα πρωί και βράδυ και την έλιωσα και τη μάσησε το κασετόφωνο και την διέσωσα τελευταία στιγμή και την ξανατύλιξα με το μολυβάκι το πρόστυχο και ακόμη ευχαριστώ τον φίλο μου τον Γκάρυ που την έγραψε σε ένα στερεοφωνικό του θανάτου, μάρκας Crown. Τον ευχαριστώ. 

Φαντάζεστε λοιπόν τη χαρά μου όταν τον Νοέμβριο του 1988 βρέθηκα στο Λονδίνο κι έπεσα πάνω στο «Night of the Guitar». Όπου ήταν μια συναυλία, ακριβώς αντίστοιχη του ονόματός της. Με ένα σταθερό γκρουπ επί σκηνής και κιθαρίστες φουλ γνωστούς και ικανούς να εναλλάσσονται. Βλέπε Randy California, βλέπε Steve Howe, βλέπε Alvin Lee, βλέπε Steve Hunter. Βλέπε και Rοbby Krieger! Τον ορίτζιναλ, τον ένα και μοναδικό, τον αγαπημένο. Αμέσως πήγα κι έκλεισα εισιτήριο και έσπευσα την μαγική βραδιά στο Odeon Hammersmith να απολαύσω τον άνθρωπό μου.

Και απογοητεύτηκα. Ήταν εμφανές ότι κάτι δεν του πήγαινε του Robby, κάπως δεν βολευόταν και δεν γούσταρε. Έπαιζε σαν να βρισκόταν μίλια μακριά από τη σκηνή, σαν να «τηλεφωνούσε» την εμφάνισή του που λένε και στο Hollywood. Έβαλε λίγο τα δυνατά του στο «Love me two times», όχι στην εισαγωγή, στη μέση όπου έμοιαζε λες και ξύπνησε από ύπνο βαθύ, αλλά και πάλι δεν του πολυβγήκε, ανόρεχτο μου φάνηκε το πακέτο στο σύνολό του. Κατέβασα μούτρα, ήπια πέντε βότκες (μεζούρα εγγλέζικη…) και πήγα στο ξενοδοχείο να κλάψω τη μοίρα μου. 

Fast forward στο χρόνο και νέα συνάντηση με τον θείο Robby τον Οκτώβριο του 2011. Ήμουνα Νέα Υόρκη, για την ετήσια εθιμοτυπική επίσκεψη στο θείο μου το Νίκο. Η οποία επίσκεψη περιλαμβάνει εκδρομή στο Ατλάντικ Σίτυ για ζάρια μέχρι τελικής πτώσεως, αλλά δεν πάμε όλες τις μέρες εκεί, μου μένουν και μερικές στο Μανχάταν να πάρω μια μυρωδιά. Κι όπως ξεφύλλιζα το τοπικό Time Out, είδα ότι εμφανιζόταν ο Krieger με το γκρουπ του στο κλαμπ Iridium στην Times Square. Το είδα κι αμέσως πήγε το χέρι μου στο τηλέφωνο. Ντριν, ντριν, δώσε πιστωτική, κλείσε εισιτήριο, οι πόρτες ανοίγουν στο οκτώ το βράδυ.

Οκτώ η ώρα ήμουν εκεί. Διότι ο πονηρός ο Έλληνας είχε ξαναπάει στο Iridium και γνώριζε ότι παίζει first come, first seat η φάση και ότι το κλαμπ έχει ένα σούπερ τραπέζι μοναστηριακό κάτω απ’ τη σκηνή κι άμα κάτσεις εκεί είσαι μέγκλα, αλλιώς σε τρώει το σκότος πίσω από κάτι κολώνες γιατί είναι υπόγειο το μαγαζί. Πήγα κι έκατσα στο τραπέζι, μαζί με κάτι bikers, έναν Κινέζο, ένα ζευγάρι που φιλιόσαντε όλη την ώρα, δυο πρώην φρικιά, κι έναν τύπο που πρέπει να δίδασκε σε πανεπιστήμιο αλλά ποιό πανεπιστήμιο δεν ξέρω.

Και βγήκε ο Robby με την παρέα του. Ένα συγκρότημα της ηλικίας του πάνω κάτω, με έναν μπασίστα κι έναν κιμπορντίστα που υποτίθεται ότι κάποτε είχαν παίξει στο πλευρό του Frank Zappa. Μέγα παράσημο σαν να λέμε, διότι ο Frank τους διάλεγε τους μουσικούς του έναν-έναν και τους υπέβαλε σε μαρτύρια τρομερά για να γίνουν ακόμη καλύτεροι. Προφανώς οι δύο προαναφερθέντες το είχαν σκάσει γρήγορα απ’ το στρατόπεδο, διότι αυτό που είδα εγώ μόνο πειθαρχία και υψηλή απόδοση δεν θύμιζε. Άλλα αντ’ άλλων παίζανε, τα ίδια με τον Robby που είχε αφιερώσει το πρώτο μέρος του προγράμματος στην jazz πλευρά του.

Σε απλά ελληνικά, χαζολογούσε. Πρώτον διότι το γκρουπ δεν τον υποστήριζε και δεύτερον γιατί δεν έχει jazz πλευρά. Δεν του βρίσκεται, δεν την πέτυχε, δεν συναντηθήκανε ποτέ, πώς να σας το πω; Την ταλαιπωρούσε την κιθάρα επί 45 λεπτά και μαζί της ταλαιπωρούσε κι εμάς. Σε σημείο που αναρωτιόμουν μήπως το είχε παρακάνει με το «φάρμακό» του. Εκείνο το μήνα, βλέπετε, ο Krieger φιγουράριζε στο εξώφυλλο του περιοδικού High Times, με φουλ πολυσέλιδη συνέντευξη εντός. Ήταν να αναρωτιέσαι όντως…

Όλα αυτά ξεχάστηκαν όμως όταν ξεκίνησε το δεύτερο μέρος. Και έσκασε μύτη ο Robby για να παίξει όχι αυτοσχεδιασμούς δευτέρας κατηγορίας, αλλά ροκιές εκλεκτές από το ρεπερτόριο των Doors. Χαρά μεγάλη, ενθουσιασμός, χειροκρότημα, χαμόγελα πλατιά, απ’ όλο το κοινό. Ενθουσιασμός μέγας, που δεν μίκρυνε ούτε όταν ανέβασε έναν πιτσιρικά στη σκηνή ο Krieger για να τραγουδήσει τύπου Jim Morrison. Γιατί ήταν εντάξει ο πιτσιρικάς και δεν μας πρόσβαλε και κρατούσε τα προσχήματα, χωρίς να παριστάνει τον παλιάτσο.

Κάπως έτσι φτάσαμε στο «Roadhouse Blues». Στο κουπλέ εκείνο που είναι προς το τέλος του άσματος, και λέει «Well, I woke up this morning, I got myself a beer». Δυο φορές το λέει και στη δεύτερη τραγούδησε όλο το τραπέζι το μοναστηριακό «i got myself a beer». Στον επόμενο στίχο, στο στίχο που λέει «the future’s uncertain and the end is always near», τραγουδήσαμε μόνο εγώ κι ο Κινέζος. Μόνο εμείς οι δύο. Έχω την εντύπωση ότι μας το έκλεισε το μάτι απ’ τη σκηνή ο Krieger, αλλά δεν ξέρω αν ήταν επίτηδες ή αν ονειρευότανε άλλους times, σαφώς πιο ζόρικους και πιο high…