Μου τη δίνει η θεσμολαγνεία! Με χαλάει αυτό το πράγμα το ελληνικό, που όλα τα καθαγιάζουν οι θεσμοί. Και κάνω μία έτσι και ρίχνω σούπερ μούτζα στο νεανικό μου εαυτό. Στο στέλεχος της ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος, στη δεκαετία του ογδόντα, που ό,τι και να το ρωτάγανε απαντούσε με περισπούδαστο ύψος: «Τί να κάνεις, στην Ελλάδα δεν υπάρχουνε θεσμοί…».

Λες και ήταν μπροστά ο Κώστας Σημίτης και με άκουγε με αυτί τεντωμένο. «Έτσι είσαι πουλάκι μου;», σκέφτηκε. Και γέμισε θεσμούς το σύμπαν. Από το Άνω Συκοβάρι ως τα Κάτω Σέκλανα, γέμισε ο τόπος θεσμούς κάθε είδους και πάσης φύσεως. Και μαζί τους φυσικά ακολούθησε ο έρως του Έλληνος για τους θεσμούς. Από εκεί που δεν τους ήξερε ούτε ως φήμη, έφτασε να τους λατρεύει με πάθος.
«Πού θέλεις να καταλήξεις κύριε Χρήστο;», ρωτάει από το βάθος του λεωφορείου εκείνος ακριβώς ο συμμαθητής που πάντοτε τούμπαρε στη μακριά γαϊδούρα. Τον ακούω και σταματώ το μπλα-μπλα. Και λέω ότι θέλω να καταλήξω στο εξής: δεν είναι λίγοι όσοι ανακάλυψαν ξαφνικά πόσο υπέροχα είναι τα γκράφιτι, με αφορμή την έλευση Ελβετών γκραφιτάδων στην Αθήνα για να ζωγραφίσουν την Καλών Τεχνών συν μια σειρά από σχολεία.

Και δώσε «τι υπέροχα που είναι τα γκράφιτι» και πάρε «τι μοντέρνα ομορφιά» και συμπλήρωσε «τι φοβερά χρώματα, τί έμπνευση», ο κατάλογος των κοσμητικών δεν έχει τέλος. Ποιοί τα λένε όλα αυτά; Οι ίδιοι άνθρωποι που πριν από δέκα μέρες βρίζανε τα γκράφιτι ότι είναι μια αηδία και μια χάλια και βρωμίζουν την πόλη και την κάνουν σαν τον πάτο της μαϊμούς και χειρότερα.

Μισό λεπτό, μισό λεπτό, πριν αρχίσετε τα «κάτσε λιγάκι», οφείλω να αναγνωρίσω ότι υπάρχει και κόσμος που δεν άλλαξε γνώμη. Τους αφήνω στον καθωσπρεπισμό τους για την ώρα, θα τους περιλάβω μια άλλη φορά. Τώρα μιλάω για όσους και όσες το γυρίσανε το φύλλο, μόλις μπήκε στη μέση ο θεσμός. Η ΑΣΚΤ και τα σχολεία δηλαδή και το Athens Street Art Festival, που έντυσαν τα γκράφιτι με μανδύα επίσημο κι όχι με τα κουρέλια της καθημερινότητας. Όπου ξαφνικά οι μουτζούρες μεταμορφώθηκαν σε αριστουργήματα…

Θα με συγχωρέσετε, αλλά εγώ δεν θα συμμετάσχω στο πάρτι. Ήμουν ο πρώτος που έγραψα ότι τα γκράφιτι είναι η φωνή της πόλης και πίσω δεν το παίρνω. Και θα επιμείνω ότι τα έχουμε ανάγκη για να μείνει η πόλη ζωντανή, πλην βεβαίως όσων γράφονται και βάφονται σε μάρμαρα και σε μνημειακές επιφάνειες. Όλοι οι υπόλοιποι χώροι αυτής της σκοτεινής και άχαρης πόλης, μάλλον θα ωφεληθούν παρά θα βρωμίσουν από λίγο σπρέι και κάμποσο μαρκαδόρο. Από τα γκράφιτι του αυθόρμητου, του ανέμελου, του απελαγωμένου γκραφιτά. Δίχως σφραγίδα θεσμικής ποιότητος, μιας και διόλου δεν τη χρειάζονται.