Ήταν άνοιξη του 2012 όταν η Ελλάδα έπεφτε από τα σύννεφα (από τότε μας έγινε συνήθεια). Ήταν τότε που η Χρυσή Αυγή από ένα περιθωριακό φασιστικό κόμμα, κατάφερνε να μπει στη Βουλή και οι περισσότεροι θα ψάχνονταν για να δουν από που τους ήρθε – ένα ψάξιμο που κρατάει μέχρι σήμερα. Ήταν τότε που στις κλασικές συζητήσεις για την κρίση, προστέθηκε και οι συζητήσεις για τη ΧΑ. Και πλέον αυτές οι συζητήσεις έχουν γίνει μέρος τις καθημερινότητάς μας.

Από αυτά που λέμε με τους φίλους μας, έως την κλασική ερώτηση του περιπτερά της γειτονιάς μου: «Τι ακούς; Τι ξέρεις; Τι λένε; Πως τα βλέπεις;» (βλέπεις το έχει δεδομένο πως από την ώρα που ασχολούμαι με τη δημοσιογραφία πρέπει να ξέρω τι ακούγεται στους διαδρόμους της Βουλής και των γραφείων των πολιτικών). Anyway. Η ουσία είναι ότι αυτές οι συζητήσεις ακούγονται παντού – πότε σαν συνωμοτικοί ψίθυροι, και πότε δυνατά και περήφανα. Όπως χθες στο λεωφορείο.

Σχεδόν μεσημέρι, ανέβαινα στο γραφείο, το iPod το είχα ξεχάσει σπίτι και μοιραία το αυτί μου έπεσε στην διπλανή «παρέα». Όχι επειδή ήθελα να κρυφακούσω, αλλά επειδή συζητούσαν δυνατά και περήφανα. Όπου η «παρέα» ήταν δύο κυρίες κατηγορία «θεία προς γιαγιά». Η «θεία προς γιαγιά» Νο.1 της καλής τάξης, παλιά Κολωνακιώτισσα, με το ωραίο το ντύσιμο, τα γαντάκια της και το μαλλί το φτιαγμένο. Α, και πολύ φωνακλού. Η Νο.2 σχεδόν μία από τα ίδια, με τη διαφορά ότι ήταν ήρεμη. Δεν μίλαγε ιδιαίτερα, απλά ανεβοκατέβαζε το κεφάλι της δείχνοντας ότι συμφωνούσε.

«Και έρχεται στον γαμπρό μου και του ζητάει 20 ευρώ επειδή του κουβάλησε 5 πράγματα. Αν είναι δυνατόν. 20 ευρώ. Και ο γαμπρός μου του τα έδωσε. Δεν άντεξα και του λέω εκείνου “ζητάς και 20 ευρώ; Δεν ντρέπεσαι; Από πού ήρθες εσύ και μας ζητάς και λεφτά;”. Και όταν μου είπε ότι είναι Έλληνας του απαντάω “μην μου λες εμένα ότι είσαι Έλληνας, γίνατε όλοι Έλληνες ξαφνικά”» και το παραλήρημα της «θείας προς γιαγιά» Νο.1 συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Ώσπου έκλεισε με την επική ατάκα «τους κάναμε Έλληνες και μας κατέκλεψαν. Αυτοί φταίνε για την κατάντια μας. Αυτή είναι η αλήθεια, είτε μας αρέσει είτε όχι».

Και δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω από τη βλακεία ή να τα πάρω στο κρανίο. Που ακόμα και σήμερα οι περισσότεροι δεν μπορούν να δουν πως φτάσαμε εδώ που φτάσαμε επειδή μας άρεσαν τα ψέματα που μας έλεγαν, επειδή δεν μας απασχολούσαν σοβαρά προβλήματα από την ώρα που «λεφτά υπήρχαν», και όσο συνεχίζουμε να τα ρίχνουμε στους άλλους και να πιστεύουμε ότι είμαστε τέλειοι δεν πρόκειται ποτέ να σταθούμε στα πόδια μας.

Και δεν δέχομαι ότι τα λέει αυτά επειδή ανήκει στην κατηγορία «θεία προς γιαγιά» και είναι η γραφική της πόλης, γιατί έχω δει και πιτσιρικάδες και συνομήλικους μου και γνωστούς μου να λένε τέτοια πράγματα.

Τελικά η «θεία προς γιαγιά» είχε και ένα δίκιο – στον τρόπο που έκλεισε το παραλήρημά της. Ναι, όντως, αυτοί φταίνε. Όχι όμως οι μετανάστες, αλλά όλοι αυτοί που σκέφτονται σαν εκείνη. Αυτή είναι η αλήθεια, είτε μας αρέσει είτε όχι.