«Και τι θα πουν;»
«Ε, ό,τι λέει πάντα ο Sedaris μωρέ, ιστορίες και ιστορίες και ιστορίες, μην περιμένεις τίποτα τρομερό»

Αυτή ήταν μια πρώτη άποψη για την εμφάνιση του David Sedaris προχτές το απόγευμα στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, την οποία ακούσα λίγα λεπτά πριν ξεκινήσει η συζήτηση, από δύο αγόρια που κάθονταν ακριβώς μπροστά μου στο αμφιθέατρο. Και εκείνη την ώρα σκέφτηκα δύο πράγματα. Αν δεν περιμένεις να ακούσεις κάτι «τρομερό», κάτι τρομερά ενδιαφέρον για εσένα έστω, τι ακριβώς κάνεις εδώ; Και έπειτα, ιστορίες και David Sedaris, David Sedaris και ιστορίες. Πραγματικά, τι να μην σου αρέσει;

Μιάμιση ώρα μετά, και αφού το αγόρι που είχε βγάλει το συμπέρασμά του για την συζήτηση πριν καν αυτή ξεκινήσει, ήταν και εκείνος που γελούσε πιο δυνατά από όλους μας σε κάθε ατάκα του Αμερικάνου συγγραφέα, γύρισε στον διπλανό του και του είπε ενώ χειροκροτούσαν και οι δύο με όλη τους τη δύναμη: «Στο είπα, δεν υπάρχει καλύτερος στο να λέει ιστορίες, ο άνθρωπος είναι θεός, φανταστικός!».

Και πραγματικά, ο David Sedaris είναι ακριβώς αυτό. Μια ανεξάντλητη πηγή ιστοριών εμπνευσμένων από την απλή καθημερινότητα, γεμάτων σαρκασμό, σαρδόνιου, δηλητηριώδους χιούμορ, καυστικού πολιτικού σχολιασμού (παρότι ο ίδιος  είπε πως του βγαίνει περισσότερο αυθόρμητα παρά σκόπιμα) αλλά και απύθμενου συναισθήματος. Είτε είναι βιωματικές είτε εντελώς fiction, είναι ιστορίες που κάθεσαι και ακούς αφοσιωμένα, ακόμα κι αν αναφέρονται σε μια τυπική συναλλαγή με έναν μπακάλη που αρνήθηκε να πουλήσει δύο πορτοκάλια στον Hugh, τον επί χρόνια σύντροφο του Sedaris,  και επέμενε να αγοράσει έξι. Είναι το ύφος και το πνεύμα αυτού του μικροκαμωμένου μεσήλικα, του εντελώς συνηθισμένου εμφανισιακά αλλά ταυτόχρονα τόσο συναρπαστικού και δαιμόνιου, που σε καθηλώνει στη θέση σου και δεν σε αφήνει να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του όση ώρα σου διηγείται τις ιστορίες του σαν να μιλάει σε έναν παλιό φίλο κοιτάζοντάς τον με συνομωτικό βλέμμα.

Και μας είπε πολλά. Για το πώς ο πατέρας του προσπάθησε να μυήσει αυτόν και τις αδερφές του στην μουσική, βάζοντάς τους να μάθουν όργανα, χωρίς όμως καμία απολύτως επιτυχία. Αλλά του άφησε την αγάπη για την τζαζ.

Για το πώς οι «super Greeks» της Αμερικής κάνουν με το ζόρι τα παιδιά τους γιατρούς και δικηγόρους, κάτι που έκανε τον Έλληνα πατέρα του να αλλάζει κουβέντα στις ερωτήσεις για την καριέρα του γιου του στις συγκεντρώσεις της εκκλησίας. 

Για το πώς η Ελληνίδα γιαγιά του ήταν «η προσωποποίηση ενός μαύρου σύννεφου καταιγίδας», που το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται στην εξώπορτα του σπιτιού τους στην Νότια Καρολίνα και να κλαίει για τον μακαρίτη σύζυγό της «που πραγματικά μισούσε όσο ζούσε» -όταν δεν πήγαινε στους γύρω κήπους των γειτόνων για να μαζέψει χόρτα τα οποία αργότερα θα έβραζε για φαγητό- κάτι που το έκανε ακόμα χειρότερο το γεγονός πως μερικοί κήποι άνηκαν σε συμμαθητές του Sedaris που αρέσκονταν στο να του κάνουν τη ζωή δύσκολη στο σχολείο. 

Για το πώς τον ανακάλυψαν από live αναγνώσεις που έκανε σε διάφορα σημεία της Νέας Υόρκης και για το πώς ξεκίνησε να γράφει μια μέρα στα 17 του και έκτοτε δεν σταμάτησε ποτέ. «Νομίζω δεν έγραψα μόνο μια μέρα φέτος, μέσα στα τελευταία 37 χρόνια».

Για το πώς έφυγε μόνιμα από την Αμερική για να ζήσει στο Παρίσι, και πλέον στο Λονδίνο, επειδή «έζησα εκεί 40 χρόνια από τη ζωή μου, θεώρησα πως ήταν αρκετό». Και για το πώς, όταν εγκαταλείπεις την πατρίδα σου για να μετοικίσεις σε μια ξένη χώρα, πάντα πιστεύεις πως είσαι γενημμένος για να ζήσεις εκεί, πως επιτέλους θα ζήσεις στη χώρα στην οποία έπρεπε να ζεις πάντα, και μόλις φτάσεις εκεί και μείνεις για λίγο καιρό, θα πεις (στην περίπτωσή του) «όχι, είμαι εντελώς Αμερικάνος». Και για το πώς οι παριζιάνοι ταξιτζήδες είναι η κατώτατη μορφή ζωής στον κόσμο (η στιγμή που ολόκληρη η αίθουσα συντονίστηκε σε ένα ταυτόχρονο ειρωνικό ξεφύσημα) και χρειάζονται μόλις λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να σε βρίσουν ή στο «πηγαίνουμε εκεί» να σου απαντήσουν «όχι, δεν πηγαίνουμε».

Για το πώς πρέπει να ζήσεις έστω και μια φορά στο εξωτερικό, γιατί «μεγαλώνεις σε μια χώρα που σου λέει πως προσφέρει τα πάντα καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα στον κόσμο. Και τότε βγαίνεις λίγο παραέξω και ανακαλύπτεις πως ζούσες μια ζωή μέσα στο ψέμα».

Για το ταξίδι του στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα που η εικόνα των γυναικών που ήταν εντελώς καλυμμένες, ακόμα και στα μάτια, με μπούρκες τον σόκαρε, αλλά βρήκε ξεκαρδιστική μία από αυτές που φορούσε γυαλιά ηλίου στη θέση των ματιών πάνω από το μαύρο ύφασμα. «Την φαντάστηκα να συναντά τις φίλες της και όλες να τις λένε “χμμμ κάτι έχεις αλλάξει πάνω σου, αλλά δεν ξέρω τι”». Για το πώς ήταν απίστευτα αναζωογονητικό να περπατά στους δρόμους μιας πόλης που απαγορεύεται το αλκοόλ και να βλέπει νηφάλιους ανθρώπους. «Στο Λονδίνο ο κόσμος πίνει πολύ και το βράδυ βλέπεις παντού μεθυσμένους, στην Ισλανδία, ΘΕΕ ΜΟΥ στην Ισλανδία, δεν μπορείτε να φανταστείτε τις ποσότητες αλκοόλ που καταναλώνει ο κόσμος εκεί, στο Ντουμπάι όμως έβλεπες οικογένειες με παιδιά να κάνουν βόλτες στην μαρίνα στις 11μιση το βράδυ και ήταν μια πανέμορφη εικόνα».

Για το πώς υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που δεν θα καταλάβει ποτέ γιατί συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται. «Στην Αμερική υπάρχουν αυτά τα stand εφημερίδων στα αεροδρόμια, όπου προσπαθούν πάντα να σου πουλήσουν κάτι ακόμα μαζί με την εφημερίδα σου. Αυτό μπορεί πραγματικά να με κάνει έξαλλο. Βρισκόμουν στο αεροδρόμιο της Αυστραλίας και όταν πήγα σε ένα τέτοιο stand μου λέει ο πωλητής “θα θέλατε μια δροσερή σόδα και αυτό το περιοδικό μαζί με την εφημερίδα σας;” και του λέω “όχι, κράτα τα όλα, πάρε και αυτό” πέταξα την εφημερίδα και έφυγα. Η πτήση μου τελικά είχε 2 ώρες καθυστέρηση, οπότε και αναγκάστικα να γυρίσω σέρνοντας την αξιοπρέπειά μου, μέσα στην ντροπή πίσω στο stand και να τα πάρω όλα. Είπα αυτή την ιστορία σε μια ομιλία μου μια μέρα και ένας από το κοινό πετάχτηκε και είπε “όχι δεν έγινε έτσι, σίγουρα καθόσουν στο πολυτελές lounge και περίμενες την πτήση σου, τα υπόλοιπα είναι ψέματα”. Γιατί να το κάνει αυτό; Καταρχάς, φίλε μου, έχεις πάει στο συγκεκριμένο αεροδρόμιο; Δεν υπάρχει τίποτα πολυτελές. Δεν υπάρχει καν lounge. Γιατί να πω ψέματα για κάτι τέτοιο; Και, συγχωρείστε με για αυτό, αλλά το γεγονός ότι είμαι ένας επιτυχημένος συγγραφέας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι ξέρω που να τελειώνω τις ιστορίες μου. Το τι έγινε μετά από αυτό, δεν είναι δική σου γαμημένη υπόθεση (σ.σ. παίρνει κουρασμένο ύφος, χαμηλώνει τη φωνή και λέει, εντελώς ταλαιπωρημένα): Και στην τελική, γαμιώλη, πάρε τηλέφωνο στο αεροδρόμιο και ρώτα τους υπεύθυνους για εκείνη την ημέρα και τι ακριβώς έκανα, πες τους να σου στείλουν το βίντεο από τις κάμερες ασφαλείας. Να είσαι σίγουρος πως θα βάλω τη ζωή μου on hold μέχρι να ικανοποιηθείς με την απάντηση. Μα, γιατί να κάτσεις να σκεφτείς κάτι τέτοιο, πραγματικά;».

Για το πώς τον έχουν κατηγορήσει για ρατσισμό επειδή δεν του αρέσει καθόλου το κινέζικο φαγητό. «Μια μέρα μου έπαιρνε συνέντευξη ένας Αμερικανοκορεάτης και κάποια στιγμή μου λέει πως είχε θιχτεί πάρα πολύ όταν είχε ακούσει να λέω πως σιχαίνομαι το κινέζικο φαγητό. ΜΑ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΚΑΝ ΚΙΝΕΖΟΣ, του απαντάω. Ναι, μου λέει, αλλά όταν μαγειρεύω παραδοσιακό Κορεάτικο φαγητό και το πηγαίνω στη δουλειά, οι συνάδελφοί μου σχολιάζουν πόσο άσχημα μυρίζει και με πληγώνουν. Έλα φίλε μου, γίνε άντρας. Είσαι ενήλικας, δεν είσαι στο δημοτικό, αντιμετώπισέ το σαν άντρας, αγνόησέ τους ή αυτοσαρκάσου ή, δεν ξέρω, βάλε φωτιά στα μαλλιά τους, αλλά grow a pair επιτέλους».

Για το ότι, παρότι η γραφή του είναι αυτοβιογραφική κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος της, έχει συναίσθηση του που πρέπει να τραβά το όριο. «Δεν γράφω για το σεξ. Σέβομαι απίστευτα όσους έχουν το θάρρος και το κάνουν, αλλά απλά δεν είναι κάτι που με εκφράζει. Δηλαδή, αλήθεια, κοιτάξτε με, είμαι σχεδόν 60 χρονών, θα θέλατε πραγματικά να διαβάζετε τι κάνω στο κρεβάτι, πώς και με ποιον; Έχω τρίχες στην πλάτη. Όχι, δεν θα θέλατε. Όχι. Δεν θα θέλατε».

Για την βόλτα που έκανε στην Αθήνα εκείνο το πρωί με το τραμ και «επειδή διασκεδάζω αφάνταστα με το να κάνω εντελώς χαζές ερωτήσεις στον Hugh, ερωτήσεις που δεν τις περιμένει για κανένα λόγο, γύρισα και του είπα “Hugh, πιστεύεις πως είμαι μια κλασική ελληνίδα καλλονή;” (σ.σ. κάποιοι από το κοινό ζητούν να πει τι του απάντησε) Δεν με τίμησε καν με μια απάντηση».

Παρασύρθηκα, το ξέρω, γράφω εδώ και πόση ώρα ατάκες από εκείνο το απόγευμα και το ξαναζώ στο μυαλό μου, προσπαθώντας να μεταφέρω όσα περισσότερα άκουσα από αυτόν τον υπέροχο άνθρωπο για να τα ζήσετε κι εσείς, έστω και χωρίς τον Sedaris απέναντί σας να σολάρει με τον μοναδικό τρόπο του, σαν ένα ζωντανό οπτικοακουστικό δρώμενο με χέρια, πόδια, ροζ πουκάμισο και μπλε κοτλέ σακάκι. Θα σταματήσω κάπου εδώ, άλλωστε το καλύτερο που έχετε να κάνετε όσοι δεν ήσασταν στο αμφιθέατρο της Στέγης προχτές και δεν γνωρίζετε ιδιαίτερα το έργο του, είναι να αγοράσετε ένα από τα βιβλία του (εκδόσεις Μελάνι) και να χωθείτε στον ξεκαρδιστικά αλλόκοτο κόσμο του για να τον βιώσετε από πρώτο χέρι. Θα πρότεινα, ιδανικά, το «Όταν Σε Έχουν Τυλίξει Οι Φλόγες», τη δική μου πρώτη επαφή με το έργο του, ένας έρωτας από την πρώτη σελίδα, που περιέχει μέσα μια φράση η οποία επιστρέφει ακόμα στο μυαλό μου, ίσως πιο συχνά από όσο θα ήθελα: «I’d always thought that I understood this, but lately I realize that what I call “understanding” is basically just fantasizing». Τέλεια, παρασύρομαι πάλι.

Δεν ξέρω αν κάποια σχόλια του τύπου «εντάξει, θύμιζε λίγο προϊόν» ή «επαναλαμβάνεται αρκετά, πάντως» που άκουσα μετά το τέλος της συζήτησης αληθεύουν ή πρόκειται απλά για αυτούς τους ανθρώπους που, όπως ο David, ούτε εγώ θα μπορέσω να καταλάβω ποτέ μου γιατί συμπεριφέρονται έτσι, καθώς ήταν η πρώτη φορά που τον είδα από κοντά, ακόμα όμως και αν έχουν μια δόση αλήθειας, μιλάμε για έναν συγγραφέα που κάνει τεράστιες περιοδείες ανά τον κόσμο κάθε χρόνο, συμπεριλαμβανομένων συνεντεύξεων σε περιοδικά και εκπομπές και ραδιοφωνικών αναγνώσεων. Προφανώς και κάπου θα επαναλαμβάνεται. Προφανώς και έχει μάθει πώς να πουλάει τον εαυτό του σε κάθε κοινό, το είπε και ο ίδιος άλλωστε πως ξέρει ποιες ατάκες από ποια βιβλία του κάνουν το κοινό να γελάει στην Αμερική, αλλά όχι στη Γερμανία. Προφανώς και κάποιες στιγμές θα λέει τις ίδιες ιστορίες, ίσως και με τον ίδιο τρόπο. Το θέμα με τον David Sedaris, όμως, αυτό που τον κάνει τόσο σπουδαίο, είναι πως θα μπορούσε να σου λέει τις ίδιες ιστορίες κάθε μέρα, με την χαρακτηριστική καρτουνίστικη φωνή του, και εσύ θα εξακολουθούσες να τον παρακαλάς για περισσότερο.

Μιλάμε για έναν άνθρωπο που εγκατέλειψε τις σπουδές για να πάει να μαζέψει μήλα στην ενδοχώρα της Αμερικής, που εργάστηκε ως ελαιοχρωματιστής, οικιακός βοηθός, νοσοκόμος σε ψυχιατρείο και καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Art Institute of Chicago πριν γίνει συγγραφέας, ανοιχτά ομοφυλόφιλος εδώ και χρόνια, ο οποίος διεισδύει στην ανθρώπινη κατάσταση της εποχής μας, την κάνει μικρά κομματάκια και την αναλύει με (αυτό)σαρκασμό, χιούμορ και ωμό ρεαλισμό, χωρίς ποτέ να χάνει τον ρυθμό του και χωρίς ποτέ να νιώθεις πως σε προσβάλλει, ακόμα κι αν σου λέει τις πιο σκληρές αλήθειες.

«Ένα αστείο μπορεί να πάει είτε πάρα πολύ καλά, είτε πάρα, πάρα πολύ στραβά», ήταν ένα από τα πρώτα πράγματα που μας είπε στην Στέγη εκείνο το απόγευμα. Με τον David Sedaris δεν θα μάθεις ποτέ πώς είναι τα πράγματα στη δεύτερη περίπτωση. Εκτός κι αν είσαι ένας από αυτούς τους ανθρώπους. Αλλα, αλήθεια, μην είσαι. Θα χάσεις όλη την μαγεία.

ΥΓ.: Κάποια στιγμή ζητήθηκε από τον Sedaris να πει κάτι στα ελληνικά. Koιτά για λίγο προς το κοινό με παιχνιδιάρικο ύφος και αυτό ήταν ό,τι ακολούθησε: «Christos Anesti! Και λέτε κάτι ως απάντηση, σωστά; (το κοινό φωνάζει «Αληθώς ανέστη!») Ωστόσο, θα ήθελα να παρατηρήσω κάτι. Είστε Έλληνες. Έχετε τη μυθολογία, τη φιλοσοφία, εννοώ, εσείς ξεκινήσατε τα πάντα. Ποιος στο καλό σκέφτηκε πως η καλύτερη απάντηση που θα μπορούσε να δωθεί σε μια τόσο σημαντική φράση όπως το “Jesus has risen!” είναι το (παίρνει ξανά παιχνιδιάρικο ύφος) “Indeed it has!”. Δηλαδή πραγματικά, το μόνο που μπορούσατε να σκεφτείτε για να απαντήσετε στο “Jesus, the son of god, has risen!” ήταν το “Indeeeed it has!”. Αλήθεια;»