Έβγαλε καινούριο δίσκο ο Bruce Springsteen, το ξέρουμε όλοι. Κι ήταν ποικίλες οι αντιδράσεις για την συνεργασία του με τον Τομ Morello των Rage Against the Machine. Αλλοι ενθουσιάστηκαν, άλλοι ξίνισαν, άλλοι αδιαφόρησαν. Εγώ, πάλι, κόντεψα να βάλω τα κλάματα. Σε αυτή τη θέση βλέπετε, στο πλευρό του «Αφεντικού», θα ήθελα να δω μια δικιά μου μεγάλη αγάπη. Για ένα δίσκο, για ένα σινγκλάκι, για μια συναυλία, για κάτι τέλος πάντων παραπάνω από μια χειραψία. Θα ήθελα να δω τον Willy DeVille!

Η επιθυμία μου γεννήθηκε πριν από χρόνια πολλά. Από τότε που πιτσιρικάς ων πήγαινα σε όλες τις συναυλίες. Μα σε όλες εντελώς, ούτε μία δεν άφηνα. Και των ξένων ακόμη περισσότερο, γιατί εγώ την έζησα τη σκλαβιά τη μαύρη με τα ζερό live, τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα με τον Gallagher, τους Police και τους Bad Seeds, τη νίκη των ημετέρων δυνάμεων με το Rock in Athens. Οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω τον Willy DeVille να μου ξεφύγει, έστω κι αν εμφανιζόταν στην Νομανσλάνδη του Βύρωνος.

Στα νταμάρια, μάλιστα. Όπου θόλωσε για κάτι δευτερόλεπτα ο καλλιτέχνης και γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Και είδε τον βράχο του και σχολίασε: «Hey man, it’s like a fuckin’ spaceship». Σε μια νύχτα που έμοιαζε κι ο ίδιος να έχει κατέβει από άλλο πλανήτη. Σαν εξωγήινος ήταν, με όπλο ακτινοβόλο τη φωνή του. Και σαν ταχυδακτυλουργός, που μας έπαιζε στα δάχτυλα, όπως έπαιζε την κιθάρα του.

Τα ‘χασα με τον Willy DeVille. Δεν τον ήξερα, από καπρίτσιο πήγα όπως σας είπα. Για να μη χάσω την εμπειρία. Και παραλίγο να χάσω τις αισθήσεις μου, με αυτόν τον Λατίνο καμπαλέρο που κατάφερνε να συνδυάσει τη λύσσα της αστικής σήψης με τα ρόδα του ανθισμένου αγρού. Δύσκολο πράγμα, πολύ δύσκολο, σχεδόν αδύνατο στις μέρες μας. Μόνο ο Springsteen το πετυχαίνει από καιρού εις καιρόν κι αυτός πιά δυσκολεύεται όσο περνούν τα έτη.

Από εκεί το σκέφτηκα το ντουέτο. Ονειρεύτηκα στη σκηνή τον αλητάμπουρα απ’ το Κονέκτικατ και τον βλαχοτσαμπουκά απ’ το Τζέρσυ, να ενώνουν τις φωνές τους στο ροκ του μέλλοντός μας. Ένα θέαμα μοναδικό, ένα θέαμα άνευ προηγουμένου, μια γιορτή για τα εργατόπαιδα του ντουνιά. Δεν συνέβη ποτέ φυσικά, δεν βγήκε καν ως φάντασμα απ’ το χρονοντούλαπο να μας πει μια καλησπέρα. Μερικά πράγματα δεν είναι γραφτό να δούνε το φως της ημέρας.

Και δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί, γιατί ο Willy DeVille μας έχει αφήσει χρόνους εδώ και μια πενταετία. Σχεδόν ξεχασμένος πλέον, σχεδόν σβησμένος απ’ τα κατάστιχα. Τον θυμούνται πλέον ολίγοι και εκλεκτοί, ανατρέχοντας στη δισκογραφία του. Σε εκείνο ιδίως το live απ’ το Βερολίνο το 2002, όπου έσκασε στη σκηνή καραβοτσακισμένος, ταλαιπωρημένος, σαν να είχαν περάσει από πάνω του τα τραίνα όλου του κόσμου.

Ύστερα έπιασε την κιθάρα, έκατσε μπροστά στο μικρόφωνο, άρχισε να τραγουδάει. Και για δυο ώρες, για δυο ώρες μόνο, κλείδωσαν οι πύλες του Παραδείσου και της Κολάσεως κι έπαψαν να δέχονται κόσμο.