«Στρεβλή και μεροληπτική μετάδοση πληροφοριών με ιδιοτελείς σκοπούς». Η προπαγάνδα αποτελεί το… αγαπημένο χόμπι των καθεστώτων, στην προσπάθειά τους να επιβληθούν στους πολίτες ως άξιοι ηγέτες μιας χώρας. Όπως συνέβη και στην Ελλάδα, δηλαδή, με τη «Χούντα των συνταγματαρχών».

Κι επειδή γίνεται πολύ λόγος από νοσταλγούς της Χούντας, για το πόσο όμορφη ήταν η ζωή τότε, θελήσαμε να ψάξουμε κάποιες άλλες πτυχές της καθημερινότητας, τη συγκεκριμένη περίοδο. Κάπως έτσι, «πέσαμε» στο βιβλίο του σκηνοθέτη Φώτου Λαμπρινού**, με τίτλο «Χούντα είναι, θα περάσει;»*.

Το βιβλίο στηρίζεται στα 13 ημίωρα για τη Χούντα που έκανε για τη ΝΕΤ. Είναι η εικόνα που μεταφέρουν τα «Επίκαιρα», το εβδομαδιαίο 10λεπτο δηλαδή, που παρήγαγε η Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών του τότε υπουργείο Προεδρίας ή Εσωτερικών, παλαιότερα, από τον καιρό του Μεταξά. Δεν ξεκίνησαν την περίοδο της Χούντας αλλά πολύ παλαιότερα, ως μέσο κυβερνητικής προπαγάνδας.

Σκηνοθέτης ταινιών  («Άρης Βελουχιώτης — Το δίλημμα», «Δοξόμπους», «Γλέντι γενεθλίων ή Μια βουβή βαλκανική ιστορία», «Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος») και δεκάδων ντοκιμαντέρ, ο Φώτος Λαμπρινός έχει διδάξει στα Πανεπιστήμια Κρήτης, Θεσσαλίας και Παντείου το μάθημα «Σχέσεις Κινηματογράφου και Ιστορίας»… Ένα μάθημα που διδάσκεται εδώ και δεκαετίες σε αρκετά Πανεπιστήμια του κόσμου.

Ζητήσαμε λοιπόν να μας εξηγήσει πως χρησιμοποίησε η Χούντα τον κινηματογράφο, με τα «Επίκαιρα»…

«Αυτό ξεκίνησε από την περίοδο του Μεταξά, διακόπηκε την περίοδο του ’40 με τους πολέμους και την Κατοχή και επανήλθε τη δεκαετία του ’50. Τα Επίκαιρα ήταν εβδομαδιαία 10λεπτα που βάση νόμου παιζόντουσαν στις κινηματογραφικές αίθουσες, πριν από την προβολή των ταινιών. Ήταν ουσιαστικά εικόνες της καθημερινότητας, κατά 80% της ελληνικής. Όπως είναι σήμερα οι ειδήσεις. Αυτό το σύστημα το βρήκε έτοιμο η Χούντα που το συνέχισε, προβάλλοντας τα έργα της. Μπορούμε να πούμε πως με τα Επίκαιρα η Χούντα “σκηνοθετούσε τον εαυτό της”», δηλώνει στο Provocateur.gr.

Η εικόνα έχει τη δική της δύναμη. Από στρατιωτικές εκδηλώσεις (με τσολιάδες και αρχαίους Αθηναίους), μέχρι δοξολογίες για τους προστάτες αγίους των διαφόρων όπλων, ανακατεμένα με  επιδείξεις μόδας, κομμωτικής, μακιγιάζ, στιγμιότυπα από τις δραστηριότητες των «φίλων» του καθεστώτος, πολιτικών, αλλά και καλλιτεχνών. Όλα αυτά, περνούσαν από τα μάτια του κόσμου που επισκεπτόταν τις κινηματογραφικές αίθουσες για να παρακολουθήσουν μια ταινία.  Αυτή ήταν η… θεματολογία που ήθελαν να επικοινωνήσουν.

«Το 10λεπτο είναι κάτι σαν δελτίο ειδήσεων, με τη διαφορά πως τα σημερινά διαρκούν περίπου μία ώρα. Η διαφορά τους είναι πως τότε δεν γινόντουσαν με ρεπόρτερ, είναι καθαρή εικόνα του γεγονότος. Μόνο ο σπίκερ το σχολιάζει, αλλά δεν φαίνεται. Ακούς τη φωνή. Ο ρόλος του στρατού, τα έργα, η παιδεία, τα δωρεάν συγγράμματα στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Όταν ήρθε η τηλεόραση υποχρέωσαν την Uranya να μοιράσει δωρεάν δέκτες στην ελληνική επαρχία, ώστε να συνεχιστεί η προπαγάνδα.

Οι φοροαπαλλαγές που πήραν οι εφοπλιστές για να φέρνουν στον Πειραιά τα καράβια τους και να αναρτούν την ελληνική σημαία. Φυσικά από τα 10λεπτα δεν έλειπαν οι επιδείξεις μόδας και νυφικών, για να ξέρει η Ελληνίδα τι θα φορέσει. Όπως και επιδείξεις κομμωτικής. Ο κόσμος αυτά θέλει. Αχυροπαραγωγές όπως πρωινάδικα, μεσημεριανάδικα και lifestyle. Και τότε αυτά ήθελε. Στο τέλος έδειχναν πάντα αθλητικά, κυρίως ποδόσφαιρο». 

Και όπως όλα τα καθεστώτα, έτσι και η Χούντα, φρόντιζε να παρουσιάζει τη χώρα σύγχρονη, θελκτική, όμορφη, μια χώρα που όλα κυλάνε ομαλά, ίσως και… ανέμελα! Αλλά και… έγχρωμη, κάτι που ήταν πρωτοποριακό στις αρχές. Για τις ανάγκες αυτών των ντοκιμαντέρ, επιστρατεύτηκαν και δημοσιογράφοι…

«Μια μεγάλη καμπάνια που ξεκίνησε για τον τουρισμό η Χούντα, όπου εκεί έγιναν μέχρι και έγχρωμα ντοκιμαντέρ, από γνωστούς δημοσιογράφους που τα σκηνοθετούσαν και γράφανε τα σενάρια. Γνωστοί και διασημότατοι δημοσιογράφοι. Και μετά γίνανε και ανακριτές των παιδιών που συνέλαβαν στο Πολυτεχνείο. Στο βιβλίο τον αναφέρω ως “διαχρονικός ρεπόρτερ-ανακριτής”, σημειώνει ο συγγραφέας του βιβλίου.

Κάπως έτσι, μπήκε στην κουλτούρα του Έλληνα η καλοπέραση, από ένα μότο, όπως αναφέρει ο Φώτος Λαμπρινός, «η ιδεολογία του να περνάμε καλά και ό,τι γίνει»! Φυσικά και μείναμε λίγο παραπάνω στο θέμα αυτό. Πόσο επηρέασε τον Έλληνα; Ήταν επιτυχημένη αυτή η προπαγάνδα;

«Το μότο  “να περνάμε καλά” δεν πέρασε σε όλα τα κομμάτια της κοινωνίας», υποστηρίζει ο σκηνοθέτης. «Πολλοί ήταν αυτοί που πολιτικοποιήθηκαν από τα γεγονότα της Νομικής και έπειτα. Αυτό συμβαίνει μέχρι τα μισά της δεκαετίας του ’80. Στη συνέχεια επιστρέψαμε και πάλι στη λογική του να περνάμε καλά», επισημαίνει.

Χαρακτηριστικός είναι και ο χειρισμός που έγινε στην υπόθεση της απόπειρας δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη. Όχι απλά δεν ειπώθηκε τίποτε αλλά…

«Ποτέ δεν έπαιξαν ένα πλάνο. Ούτε καν τη δίκη του Παναγούλη. Όταν έγινε η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου, δεν αναφέρεται καν, το όνομα «Παναγούλης». Ακόμη και όταν ο Παπαδόπουλος έδωσε συνέντευξη και λέει πως «με έσωσε ο Θεός» δεν αναφέρει ποιος πήγε να τον σκοτώσει. Έστησαν ολόκληρη λιτανεία στην Τήνο για τη σωτηρία του. Είχαν κάνει τάμα. Αυτό παίχθηκε στα Επίκαιρα», είναι η απάντηση του σκηνοθέτη.

Όπως σημειώνεται στο βιβλίο, εκτός της… «επικοινωνιακής» πολιτικής ή κοινώς προπαγάνδα, η μελέτη των Επίκαιρων δείχνει το πώς αλλάζει ριζικά στα χρόνια αυτά η όψη της Ελλάδας. Δεν είναι μόνο η κατάργηση νόμων και η θέσπιση της ανεξέλεγκτης δόμησης, ή οι εικόνες από τα στρατόπεδα, τις δοξολογίες, τις επετείους συντριβής του «κομμουνιστοσυμμοριτισμού»· ούτε οι εικόνες από τις διασκεδάσεις, τα τέια με επιδείξεις μόδας και κομμωτικής, τις πλαζ, τις διακοπές, τα θερινά θέρετρα που «ξεκουράζουν τον άνθρωπο» και λειτουργούν στην «υπηρεσία εκείνων που δεν κουράστηκαν ποτέ». Η Ελλάδα μετά το 1969 αποκτά ένα νέο κοινωνικό στρώμα – αυτό των νεόπλουτων, που επιδιώκει πάνω απ’ όλα την καλοπέρασή του, προσφέροντας επιχειρήματα επιβεβαίωσης στο απολυταρχικό καθεστώς. Είναι η νοοτροπία που εκφράζεται με το σλόγκαν «Να περνάμε καλά», η οποία καθιερώνεται επί Χούντας, αλλά επιβιώνει μετά την πτώση της, σε όλη τη διάρκεια της αποκαλούμενης Μεταπολίτευσης.

https://www.youtube.com/watch?v=KnewHFidf7E
 

* Το βιβλίο «Χούντα είναι, θα περάσει;», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Καστανιώτη

** Ο Φώτος Λαμπρινός σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στη Μόσχα (1965-1970). Εργάστηκε ως σκηνοθέτης στο ραδιόφωνο (ΕΙΡ, 1961-1963) και στο θέατρο (θίασος Δημήτρη Χορν, 1962-1964). Ερεύνησε διεξοδικά τα διεθνή κινηματογραφικά αρχεία παλαιών Επικαίρων, γεγονός που βοήθησε στη μετέπειτα παραγωγή της σειράς «Πανόραμα του αιώνα», αλλά και στη δημιουργία του πρώτου στην Ελλάδα χρηστικού αρχείου κινηματογραφικών τεκμηρίων (Επίκαιρα), στο Υπουργείο Εξωτερικών (1997-2000).

Σκηνοθέτησε δεκάδες ντοκιμαντέρ, μεταξύ των οποίων «100 ώρες του Μάη» (1963-1964, με τον Δήμο Θέο) γύρω από τη δολοφονία του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, «Επισκεφτείτε την Ελλάδα» (Μόσχα, 1969), και για την ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου» (1976-1977), «Ο Πειραιάς του Γιάννη Τσαρούχη» (1980), «Πανόραμα του αιώνα» (με τον Λέοντα Λοΐσιο, 1982-1987), «Σεργκέι Παρατζάνωφ» (1989-1990), «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο» (1992), «Αναζητώντας τη Βερενίκη» (1997-1999), «Χούντα είναι. Θα περάσει;» (2012-2013). Σκηνοθέτησε επίσης τις μεγάλου μήκους ταινίες «Άρης Βελουχιώτης – Το δίλημμα» (1981), «Δοξόμπους» (1987), «Γλέντι γενεθλίων ή Μια βουβή βαλκανική ιστορία» (1995), «Καπετάν Κεμάλ, ο σύντροφος» (2007). Έχει διδάξει «Σχέσεις κινηματογράφου και ιστορίας» στα Πανεπιστήμια Κρήτης (1993-1996), Θεσσαλίας-Βόλου (2000-2002) και Πάντειο (2003). Χρημάτισε υπεύθυνος του προγράμματος της ΕΡΤ (2005-2007) για διεθνείς συμπαραγωγές ιστορικών ντοκυμανταίρ (History Doc) και έχει δημοσιεύσει κείμενα για το ελληνικό και βαλκανικό σινεμά σε εκδόσεις του εξωτερικού (Centre Georges Pompidou, 1995, και La Biennale di Venezia, 2000) και του εσωτερικού (Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τόμ. 6-10, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1993).

Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν τα βιβλία του Ισχύς μου η αγάπη του φακού – Τα κινηματογραφικά Επίκαιρα ως τεκμήρια της ιστορίας (1895-1940) (2005) και Λευκά σοσόνια (2006).