Η EHESS (School for Advanced Studies in the Social Sciences) κάλεσε την αμερικανίδα χορογράφο Lucinda Childs σε μια αυθόρμητη συζήτηση μετά την παρουσίαση του Einstein on the Beach, μια όπερα σε τέσσερις πράξεις υπό τη μουσική του  Philip Glass και παραγωγή του Robert Wilson στο Παρίσι. Με όλες τις αισθήσεις το κοινό παρακολούθησε την ιέρεια του μινιμαλιστικού χορού επί δυο ώρες να εξηγεί τη σχέση του σώματος και της μουσικής από τη δεκαετία του εβδομήντα μέχρι σήμερα.

Η Childs ξεκίνησε το χορό όταν ήταν δεκαέξι ετών υπό την παρότρυνση ενός από τους καθηγητές της ενώ προετοιμαζόταν να γίνει ηθοποιός. Δεν είναι καθόλου  τυχαίο το ότι έλαβε την κύρια εκπαίδευση της στο Judson Dance Theatre,  όπου οι μέθοδοι εκπαίδευσης του θεωρήθηκαν αντισυμβατικοί για την εποχή τους. Στη δεκαετία του εξήντα όπου οι χορευτές ήταν τραγουδιστές και ηθοποιοί αλλά και το ανάποδο, ξεχώρισε με τις περφόρμανς της χρησιμοποιώντας απλά καθημερινά αντικείμενα, όπως σαλατιέρες, πλαστικές σακούλες και ρολάκια για τα μαλλιά. Τα έργα της ήταν αργά, εκφραστικά και αποτελούσαν ένα μείγμα παράλογου και καθημερινού. Αλλιώς τα έργα της είναι μια άλλη ματιά, μια ενσωμάτωση του χορού στο έργο του Robert Rauschenberg. Αυτές οι απλές κινήσεις είναι ακριβώς τόσο δύσκολες στην πραγματοποίηση τους, απαιτούν μια εξαιρετική πειθαρχία και μια ακριβή σχέση με τη μουσική. Η Childs δεν είναι μόνο χορογράφος αλλά μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνης που αποφάσιζε για τον τρόπο που θα στηθούν τα βίντεο της, έπαιζε με το περιβάλλον, το αστικό τοπίο, τους φυσικούς ήχους, την εμφάνιση των χορευτών. Αυτή η σχέση της με το χώρο επιβεβαιώνεται αργότερα με τη συνεργασία της με τον αρχιτέκτονα Frank Owen Gehry.

Το έργο της επηρέασαν ο Merce Cunningham, ο Glass και ο Cage εισάγοντας μια νέα μορφή χορού βασισμένη στην επανάληψη, τη σιωπή και τις απλές μινιμαλιστικές κινήσεις. Ιδιαίτερα ως προς τη σιωπή, ζωτικό κομμάτι του έργου της έχει μια ιδιαίτερη παιχνιδιάρικη προσέγγιση. Κατά κάποιο τρόπο, η Childs  ήταν ο Allan Kaprow του χορού αφού τα όρια ανάμεσα στο χορό και τις κινήσεις που όλοι πραγματοποιούμε, ήταν δυσδιάκριτα και η λογική της δε διαφέρει πολύ από αυτή του Happening. Λίγο αργότερα δημιούργησε τη Lucinda Childs Dance Company και συνέχισε την έρευνα της γύρω από το μινιμαλιστικό χορό. Ακολούθησε η πρώτη της επαφή με τον Robert Wilson, ο οποίος της πρότεινε χαρακτηριστικά να παίξει τον Εinstein, με τη μόνη διαφορά ότι όλοι θα έπαιζαν τον Εinstein. Ο εισαγωγή του χορού σ’ ένα κλασσικά στατικό μέσο,  άλλαξε τον τρόπο που βλέπουμε την όπερα δίνοντας της μια πιο φυσική σωματική διάσταση.

Η χώρα της, η Αμερική έμεινε τυφλή για χρόνια ως προς το έργο της, την ίδια στιγμή που η Ευρώπη την αναζητούσε συνεχώς και παρουσίαζε τις καινοτομίες της με μεγάλη συχνότητα στο κοινό. Σήμερα, ως χορογράφος πλέον και όχι ως περφόρμερ, έχει αναπτύξει μια διαφορετική σχέση με τις αρχικές χορογραφίες καθώς οι χορευτές της έχουν λάβει διαφορετική πειθαρχία, πολύ πιο αυστηρή ενώ τη δεκαετία του εβδομήντα ογδόντα οι κινήσεις ήταν πιο ελεύθερες αφού προέρχονταν από διαφορετικές σχολές και background και δεν έδιναν τόση σημασία στο λεξιλόγιο όσο στη μεθοδολογία. Ο Sol Lewitt είχε αποτυπώσει στο πολύ ευαίσθητο 35αρι φιλμ το έργο της, το οποίο η Childs προσπαθεί να διασώσει.