Ο Βασίλης Τσιτσάνης έφυγε από τη ζωή ανήμερα των γενεθλίων του. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η ζωή του ξεκίνησε στην ηλικία των 11. Όταν ο πατέρας του, κατασκευαστής τσαρουχιών έφυγε από τη ζωή. Τότε ήταν που περιήλθε στην κατοχή του μικρού αγοριού το πρώτο μουσικό όργανο. Το μαντολίνο που έβλεπε στα χέρια του πατέρα του και ο μικρός με τα τρία του αδέρφια παρακολουθούσαν να παίζει. Τα κλέφτικα τραγούδια ήταν τα αγαπημένα του.

Το ρεμπέτικο είναι το επόμενο βήμα της δημοτικού τραγουδιού. Τραγουδιέται στα λιμάνια και τις φτωχογειτονιές και γρήγορα κερδίζει φανατικούς οπαδούς και ορκισμένους εχθρούς, όπως συμβαίνει συνήθως με οτιδήποτε νεωτερικό που έχει τη λαϊκή αποδοχή. Με την έλευση των Μικρασιατών και τη φτώχεια που μαστίζει τα αστικά κέντρα, το ρεμπέτικο μετατρέπεται σε ποπ κουλτούρα. Το στυλ «καφέ αμάν» της Σμύρνης «παντρεύεται» με τους ντόπιους ήχους και το αποτέλεσμα είναι λαμπρό. Σύμφωνα με τον Μάνο Χατζιδάκι, τρεις είναι οι βασικές λέξεις που το συνοψίζουν… «Μεράκι, κέφι, καημός».

Το 1936 ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς απαγορεύει το ρεμπέτικο. Είναι η εποχή που ο Τσιτσάνης κατεβαίνει στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική. Πιάνει δουλειά στο «Μπιζέλι», νυχτερινό κέντρο της εποχής, για το χαρτζιλίκι. Η αναγνώριση του «πιτσιρικά» που έγραψε την πρώτη του μουσική σύνθεση στα 15 του, έρχεται έναν χρόνο αργότερα όταν και κυκλοφορεί την πρώτη του δισκογραφική δουλειά στην Odeon. Ένα τραγούδι. Το πρώτο του. «Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε». Ακολουθούν κι άλλα, που τραγουδά ο Βαμβακάρης, ο Παγιουμτζής, αλλά λόγω του καθεστώτος,δεν γίνονται επιτυχίες. Προτιμούνται τα εμβατήρια, κλασική κομμάτια της δυτικής Ευρώπης, εμβατήρια. Οι ρεμπέτες θεωρούνται περιθωριακοί, αλήτες. Και ο Τσιτσάνης είναι ένας από αυτούς. Βρίσκει μια προσωρινή «Ιθάκη» στη Θεσσαλονίκη. Ανοίγει ουζερί, το «Ουζερί Τσιτσάνη» στην Παύλου Μελά, μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας. Εκεί γράφει μερικά από τα κορυφαία τραγούδια που θα χαρακτηρίσουν όχι μόνο το ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά και θα σχηματοποιήσουν το μετέπειτα λαϊκό τραγούδι.

Μετατρέπει το μαντολίνο σε μπουζούκι και έφηβος πλέον, γοητεύεται από το βιολί. Το μπουζούκι απαγορεύεται δημοσίως και ο 15χρονος Τσιτσάνης κάνει κάποιες δημόσιες εμφανίσεις με το βιολί του στην πόλη του, στα Τρίκαλα, για να συνεισφέρει και αυτός οικονομικά στην οικογένειά του.  Τραγούδια αθάνατα στο πέρασμα του χρόνου  «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή» κυρίως λόγω του αληθινού, απλού και καθαρού στίχου, αλλά και της απλής μελωδίας.

Στήριζε το αντιστασιακό κίνημα και αυτή του η απόφαση έγινε αφορμή να τον κατηγορούν πολλοί. Η απάντησή του έρχεται κάποια χρόνια μετά, όταν δηλώνει στο περιοδικό «Λαϊκό Τραγούδι»:  «Πρώτον, και να ήμουνα, δεν είναι κάτι για το οποίο πρέπει να ντρέπομαι, διότι δεν είναι ρετσινιά. Ε; Τιμή είναι. Διότι οι ΕΑΜίτες δεν υπήρξαν προδότες, δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Συνεννοηθήκαμε;». Μπορεί ο ίδιος να αρνείται την πολιτική ένταξη, αλλά παίρνει θέση για τα γεγονότα. Εκείνα τα τραγούδια, όπως η εμβληματική «Συννεφιασμένη Κυριακή» του ή το «Κάνε λιγάκι υπομονή»,  χαρακτηρίζουν κλίμα του εμφυλίου πολέμου.

 

Μετά το τέλος του εμφυλίου ο Βασίλης Τσιτσάνης «κατεβαίνει» στην Αθήνα.  Πλέον, τα τραγούδια του ακούγονται ελεύθερα και είναι εκείνος που αναδεικνύει νέες φωνές, όπως τη Σωτηρία Μπέλλου και τη Μαρίκα Νίνου. Τραγούδια του ερμηνεύουν διάφοροι γίγαντες του λαϊκού τραγουδιού, από τον Στέλιο Καζαντζίδη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, μέχρι την Καίτη Γκρέι και τον Πάνο Γαβαλά.  «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979), είναι κάποια από αυτά.

Έπρεπε να φτάσει το 1980 για να αναγνωριστεί η προσφορά του, οι κόποι του, τα δράματά του, αλλά κυρίως το μεγαλείο του έργου του. Με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ο διπλός δίσκος, «Το χάραμα». Ο Τσιτσάνης παίζει κάποια από τα πιο γνωστά του τραγούδια και αυτοσχεδιάζει με το μπουζούκι.

Το 1985 του απονέμεται το βραβείο Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Δεν είναι εκεί για να το παραλάβει, έχει φύγει από τη ζωή την ημέρα των γενεθλίων του, στα 69 του.

Σε μια διάλεξη του για το ρεμπετικό, ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε ιδιαίτερη αναφορά σε ένα τραγούδι του Τσιτσάνη:

«Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς».

«Δυνατή φωνή μιας γενιάς», Ναι, αυτό είναι το ένα κομμάτι του μεγάλου συνθέτη. Η αλήθεια που βγάζει από το έργο του είναι αυτή που κάνει τις συνθέσεις και τους στίχους τους διαχρονικούς. «Ντέρτι ή καψούρα», «φτώχεια ή καημός»… Όπως θέλετε πείτε το, Ο Τσιτσάνης δίνει λόγια στα συναισθήματα ενός λαού, βάζει νότες στις λύπες και τις χαρές τους και τους καλεί επάνω στην πίστα, για το ξέσπασμα. Τον εξορκισμό! Όπως τότε, που κάλεσε τον Γιάννη Τσαρούχη!

Δείτε το βίντεο…

 

ΥΓ. Για τη γιαγιά μου τη Σταυρούλα, που με έβαλε να χορέψω το πρώτο μου ζεϊμπέκικο στα 6 μου, την ημέρα που πέθανε ο Τσιτσάνης